“Σοφίας ΔΙΑΛΟΓΟΙ”
Ο καλλιτέχνης εκφράζεται μέσα από τα έργα του. Πραγματικός καλλιτέχνης, είσαι όταν παίρνεις κάτι ολότελα δικό σου και το κάνεις να ανήκει σε όλον τον κόσμο. Το κάθε έργο, είναι μια συνέντευξη του καλλιτέχνη με τον εαυτό του. Κάθε συνέντευξη που παίρνει ένας τρίτος από έναν καλλιτέχνη, έχει πάντα κάτι το παραφραστικό και το επιτηδευμένο. Ο μόνος τρόπος να παρουσιάσεις κάτι αληθινό, είναι να δημιουργήσεις μαζί με τον καλλιτέχνη μια νέα αλήθεια, ένα νέο έργο. Ο διάλογος είναι μια εξαιρετική μορφή λογοτεχνίας για να φτάσεις στην αλήθεια, όπως πολύ καλά γνώριζαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Χρειάζομαι έναν σκοτεινό καλλιτέχνη για να “βαδίσει” μαζί μου σ’ αυτό το εγχείρημα.
“Σοφίας ΔΙΑΛΟΓΟΙ”, με τον Αντώνη Τουμανίδη
Ποιος καταλληλότερος από τον Αντώνη Τουμανίδη, ο οποίος τολμά να στοιχειώσει -έστω και για λίγο- την παιδικότητα μου.
.
Πάντα πίστευα πως η πλειονότητα των ανθρώπων, χωρίζεται σε δυο κατηγορίες. Υπάρχουν αυτοί, που αρέσκονται στο να μένουν κάποιες φορές μόνοι. Το έχουν ανάγκη για να ισιώσουν και πάλι τα κάδρα της ζωής τους, που έχουν πάντα -λίγο ή πολύ- μετακινηθεί από την επαφή τους με τον υπόλοιπο κόσμο. Άνθρωποι-νησιά όπως τους αποκαλώ εγώ, με ξεκάθαρες ακτογραμμές, σημαίες που ανεμίζουν στις παρυφές των ματιών τους και άβατα, παρθένα δάση στην καρδιά τους. Υπάρχουν κι αυτοί, που δεν αντέχουν να μείνουν μόνοι έστω και για μια στιγμή˙ η μοναξιά σαν μια φυλακή με γυμνούς τοίχους, η σιωπή σαν το άκουσμα μιας αναπνοής του θανάτου. Αυτοί είναι για μένα οι άνθρωποι-φωτιά. Έχουν να δώσουν, έχουν να πάρουν, όχι όμως για να κρατήσουν ή για να κρατηθούν, ούτε για τώρα, ούτε για μετά. Οι άνθρωποι-φωτιά δεν έχουν το χρόνο ν’ αφήσουν το χρόνο να περάσει. Το αύριο μπορεί να είναι μόνο στάχτη και καπνός.
Οι πρώτοι -υπερήφανοι πύργοι- χτίζουν από την πέτρα της υπομονής, ένα-ένα τα σκαλοπάτια προς τον ουρανό. Οι δεύτεροι -υπερήφανοι πυρσοί- απλώνουν τα φτερά τους από θέρμη κι από φως. Δυο υπερηφάνειες, δυο πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης που σπανίως ακουμπάνε τις ψυχές μεταξύ τους, καθώς το νησί ονειρεύεται τη θέρμη μιας εστίας με τη φλόγα δαμασμένη και η ανήσυχη φωτιά -αν και πολύ θα ήθελε να φωτίσει μια άγνωστη σ’ εκείνη φύση- δυσκολεύεται να διασχίσει τη θάλασσα που τους χωρίζει.
Δύσκολο, πιθανόν επικίνδυνο, όχι όμως και ακατόρθωτο. Αυτή ήταν η δεύτερη μου σκέψη στο τέλος της βραδιάς, που γνώρισα τυχαία τον Αντώνη Τουμανίδη, στον Παντοκαφενέ του Παλαιού Φαλήρου.Η αρχική μου σκέψη, όταν άκουσα έναν φαινομενικά συνεσταλμένο νεαρό να σηκώνεται ξαφνικά και να εξυμνεί το κακό στη μέση μιας παρουσίασης παιδικού βιβλίου, ήταν πως υπάρχουν κάποια σπάνια νησιά που κρύβουν στην καρδιά τους ένα ηφαίστειο. Τα αιρετικά λόγια του νεαρού, σαν παγοθραύστες από σκιά πλασμένοι, χάραξαν βαθιά την ασφαλή ροή του αναμενόμενου και του ενδεδειγμένου, αφήνοντας μια ενοχλητική μυρωδιά σκουριάς να διεισδύσει στην ατμόσφαιρα. Το ουράνιο τόξο της βραδιάς είχε ραγίσει. Δε χρειαζόταν άλλη λέξη του σκανδάλου. Το βάρος της σιωπής αρκούσε πλέον για να το θρυμματίσει. Στο μυαλό μου το άκουγα ήδη να σπάει σε χίλια κομμάτια, αφήνοντας το κόκκινο, σαν μοναδικό επιζώντα της χρωματικής καταστροφής, να γεμίζει τους βολβούς γύρω μου με θυμό.
Στ’ αριστερά μου, ένας πατέρας ακούμπησε στη διπλανή καρέκλα το κοριτσάκι που κρατούσε στα γόνατα, έτοιμος να ορθώσει το οικογενειακό του ανάστημα. Στο βάθος ένα μωρό ετοιμαζόταν να κλάψει. Και τότε, όσο απρόσμενα είχε κάνει ο Αντώνης την εμφάνιση του στη σκηνή, τόσο απότομα την εγκατέλειψε. Η ένταση χάθηκε ξαφνικά από τα μάτια του σαν ένα αόρατο χέρι να είχε κλείσει τις κουρτίνες στα παράθυρα της ψυχής του κι αποτραβήχθηκε στη σκοτεινή γωνιά όπου καθόταν αρχικά σαν την μαριονέττα που συρρικνώνεται όταν χαλαρώνουν οι κλωστές που την κρατούσαν ζωντανή.
Το κόκκινο -προδομένο από την υποχώρηση του θυμικού- εγκατέλειψε ντροπιασμένο το προσκήνιο της συναισθηματικής παλέτας κι ο χώρος βάφτηκε ξανά σε χρώματα παστέλ.
Τα βλέμματα επέστρεψαν στο πάνελ των τιμώμενων προσώπων, ένας πατέρας χάιδεψε τα ξανθά μαλλιά της κόρης του και στο βάθος της αίθουσας ένα μωρό αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά της μητέρας του. Οι άνθρωποι-νησιά, θα άφηναν τον άνεμο του χρόνου να σβήσει από την άμμο της συνείδησης τους, τα τελευταία χνάρια μιας ενοχλητικής ανάμνησης.

Ωστόσο, αν δεν είχαν αποστρέψει τόσο γρήγορα το νικηφόρο βλέμμα τους από τη σκιερή γωνιά, πιθανόν να πρόσεχαν -όπως εγώ- το ικανοποιημένο χαμόγελο που είχε ζωγραφιστεί στο σκοτάδι χωρίς πρόσωπο, σαν αυτό του αφανούς γάτου της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων.
Δύσκολο, πιθανόν επικίνδυνο, όχι όμως και ακατόρθωτο. Ένα νησί αχαρτογράφητο, μυστηριώδες, όχι όμως χωρίς όνομα. Αντώνης Τουμανίδης, το νησί που εγώ, γνήσιο τέκνο ενός αστερισμού της φωτιάς, έπρεπε οπωσδήποτε να εξερευνήσω.
Α.Τ.: Το μαύρο χιούμορ αποσκοπεί στο μειδίαμα. Και αυτό το μειδίαμα είναι η βασική διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο γελοίο και το μακάβριο. Αρκεί μόνο να μην περνάει κάποιος αυτήν τη γραμμή.
Πάντα πίστευα πως η πλειονότητα των ανθρώπων χωρίζεται σε δυο κατηγορίες, τους ανθρώπους-νησιά και τους ανθρώπους-φωτιά, κι ακόμα το πιστεύω. Όμως η γνωριμία μου με τον Αντώνη έριξε ένα νέο -αρνητικό φως- σε μια λέξη που είχα τοποθετήσει σ’ αυτή την πρόταση από τυπική ευγένεια προς τους κανόνες της λογικής. Όπως ακριβώς υπογράφουμε μια ασφάλεια ζωής… για παν ενδεχόμενο. Μια λέξη που έβρισκα ως τώρα διακοσμητική, αν όχι περιττή: τη λέξη πλειονότητα. Ο Αντώνη όμως είναι η τρανή απόδειξη πως το ανθρώπινο είδος έχει την ¨κακή¨ συνήθεια να ξεγλιστράει από κάθε προσπάθεια ταξινόμησης. Πάντα υπάρχουν ιδιόμορφες, μοναδικές προσωπικότητες σαν τη δική του που δε ταιριάζουν σε κανένα καλούπι, που δε χωράνε σε κανένα κουτί. Είναι οι περίφημες -άκρως ενοχλητικές- εξαιρέσεις στον γενικό κανόνα. Οι χαραμάδες που αψηφούν κάθε στεγανό.
Ο Αντώνης δε φοβάται τη νύχτα, δε φοβάται να μείνει μόνος. Πολλές φορές το επιζητεί. Δε χτίζει όμως πύργους γύρω από τα δικά του όνειρα, αντιθέτως θα έλεγε κανείς πως του αρέσει να γκρεμίζει τους πύργους των άλλων για να απογυμνώσει και να εκθέσει τα δικά τους θέλω.
Ο Αντώνης έχει ανάγκη τους άλλους, έχει κάτι να τους πει και θέλει να τον ακούσουν. Ένα μήνυμα όμως που δε ταξιδεύει στα φτερά του φωτός αλλά μέσα στο σκοτάδι. Ένα μήνυμα από οξύ, ένα υγρό πυρ που καίει και δεν σβήνει. Ούτε νησί, ούτε φωτιά λοιπόν… ή μήπως μια υβριδική μετάλλαξη και τον δυο;
Αντώνης Τουμανίδης, ένα ενεργό ηφαίστειο κρυμμένο στην αχόρταγη καρδιά του τριγώνου των Βερμούδων.

Σοφία Δερέ
Επιμέλεια και σύνταξη Σοφία Δερέ
Τρεις λέξεις θα αρκούσαν, για να μας συστήσουν την Σοφία.
Μακεδονίτισσα, Λέων, καλλιτέχνης. Οι άνθρωποι όμως, δεν είναι μόνο μια λάμψη σαν τον ήλιο, έχουν και μια διαδρομή. Μια πορεία αναζήτησης του δικού τους ουρανού, από τις ξεθωριασμένες σελίδες του χθες, ως τις λευκές σελίδες του αύριο. Ένα μοναδικό βιβλίο που σπανίως διαβάζεις από την αρχή, αλλά που πάντα αξίζει να το ξεφυλλίσεις ως τη σελίδα του σήμερα. Ας διαβάσουμε λοιπόν μαζί, λίγες σελίδες από το βιβλίο της Σοφίας.
Η Σοφία γεννήθηκε στους πρόποδες του Κορύλοβου, τη χρονιά που η μεγάλη σκιά σκέπασε την Ελλάδα. Το σπίτι της ,ένας ναός της τάξης και της ηθικής, όπου δέσποζε η ηγεμονική μορφή του πατέρα. Ένας πατέρας αλύγιστος, ασυμβίβαστος, μα ταυτόχρονα μια αστείρευτη πηγή προσφοράς και ανιδιοτέλειας. Το χέρι πάντα απλωμένο και ανοιχτό για προσφορά σε όλους, μα πάντα σηκωμένο και βαρύ συνόδευε την αυστηρότητα στον δρόμο για την τιμωρία. Στη σκιά του μια μητέρα ασπίδα, μια μητέρα χάδι, μια μητέρα θυσία. Το χέρι της πάντα σφιγμένο από εσωστρέφεια και συχνά πυκνά από φόβο.
Από τους γονείς της η Σοφία, κληρονόμησε υπερηφάνεια και δοτικότητα κι απ’ τα παιδικά της χρόνια -ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους των αυστηρών αρχών-, την ανάγκη για επανάσταση, για ανεξαρτησία, για ελευθερία.
Μεγάλωσε νωρίς, παντρεύτηκε νωρίς, έγινε η ίδια μάνα ενώ ήταν ακόμα παιδί.. Άφησε την κοιμισμένη αγκαλιά της επαρχιακής της πόλης, για να δοκιμάσει τις δυνάμεις της στη μόνη αρένα όπου όλα μπορούν να συμβούν. Εκεί που η καρδιά της χώρας χτυπά, στην Αθήνα των χιλιάδων προσώπων. Έφυγε μακριά και ποτέ δε ξαναγύρισε.
Αντιμετώπισε τον κόσμο όλο σε μια ηλικία, που τα άλλα κορίτσια ζεσταίνονται ακόμα κάτω απ’ τα γαλακτερά τους παπλώματα. Η Σοφία έκανε χίλιες δουλειές, γνώρισε χίλιους ανθρώπους, όμως τον ακρογωνιαίο λίθο της δικής της εστίας, του δικού της πεπρωμένου, της δικής της αποστολής, δεν τον άφησε να πέσει χάμω, κάτω από τα αυξανόμενα βάρη της ανθρώπινης καθημερινότητας. Ήθελε να μάθει για να ξέρει το γιατί, ήθελε να πάθει για να ξέρει το πώς, ήθελε να δοκιμάσει πολλά για να μη μετανιώσει. Δούλεψε για τους άλλους και δούλεψε για τον εαυτό της. Πούλησε, οργάνωσε, διεύθυνε και ίδρυσε. Ποτέ δεν ακολούθησε, ποτέ δεν συμβιβάστηκε, ποτέ δεν κουράστηκε.
Από την αίθουσα συσκέψεων μιας πολυεθνικής, στην αίθουσα με τους καθρέφτες του δικού της οίκου μόδας, η Σοφία πάνω απ’ όλα δημιούργησε.
Από μια ζωή τόσο γεμάτη, η Σοφία πήρε πολλά και έδωσε ακόμα περισσότερα, όπως το ποτάμι κατεβαίνει από το βουνό συλλέγοντας αργά και υπομονετικά το νερό για να γίνει μια μέρα θάλασσα.
Η θάλασσα Σοφία είναι πλέον έτοιμη να προσφέρει τον εσωτερικό της πλούτο σε όσους θα θελήσουν να διαβάσουν για έναν κόσμο ολόκληρο πίσω από τον αφρό των κυμάτων.
Ετοιμαστείτε -όσοι τολμηροί-, για ένα μεγάλο ταξίδι στις σελίδες της Σοφίας.
Στέφανος Παπαδόπουλος
Συγγραφέας
Ο καλλιτέχνης εκφράζεται μέσα από τα έργα του. Πραγματικός καλλιτέχνης, είσαι όταν παίρνεις κάτι ολότελα δικό σου και το κάνεις να ανήκει σε όλον τον κόσμο. Το κάθε έργο, είναι μια συνέντευξη του καλλιτέχνη με τον εαυτό του. Κάθε συνέντευξη που παίρνει ένας τρίτος από έναν καλλιτέχνη, έχει πάντα κάτι το παραφραστικό και το επιτηδευμένο. Ο μόνος τρόπος να παρουσιάσεις κάτι αληθινό, είναι να δημιουργήσεις μαζί με τον καλλιτέχνη μια νέα αλήθεια, ένα νέο έργο. Ο διάλογος είναι μια εξαιρετική μορφή λογοτεχνίας για να φτάσεις στην αλήθεια, όπως πολύ καλά γνώριζαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Χρειάζομαι έναν σκοτεινό καλλιτέχνη για να “βαδίσει” μαζί μου σ’ αυτό το εγχείρημα.
“Σοφίας ΔΙΑΛΟΓΟΙ”, με τον Αντώνη Τουμανίδη
Ποιος καταλληλότερος από τον Αντώνη Τουμανίδη, ο οποίος τολμά να στοιχειώσει -έστω και για λίγο- την παιδικότητα μου.
.
Πάντα πίστευα πως η πλειονότητα των ανθρώπων, χωρίζεται σε δυο κατηγορίες. Υπάρχουν αυτοί, που αρέσκονται στο να μένουν κάποιες φορές μόνοι. Το έχουν ανάγκη για να ισιώσουν και πάλι τα κάδρα της ζωής τους, που έχουν πάντα -λίγο ή πολύ- μετακινηθεί από την επαφή τους με τον υπόλοιπο κόσμο. Άνθρωποι-νησιά όπως τους αποκαλώ εγώ, με ξεκάθαρες ακτογραμμές, σημαίες που ανεμίζουν στις παρυφές των ματιών τους και άβατα, παρθένα δάση στην καρδιά τους. Υπάρχουν κι αυτοί, που δεν αντέχουν να μείνουν μόνοι έστω και για μια στιγμή˙ η μοναξιά σαν μια φυλακή με γυμνούς τοίχους, η σιωπή σαν το άκουσμα μιας αναπνοής του θανάτου. Αυτοί είναι για μένα οι άνθρωποι-φωτιά. Έχουν να δώσουν, έχουν να πάρουν, όχι όμως για να κρατήσουν ή για να κρατηθούν, ούτε για τώρα, ούτε για μετά. Οι άνθρωποι-φωτιά δεν έχουν το χρόνο ν’ αφήσουν το χρόνο να περάσει. Το αύριο μπορεί να είναι μόνο στάχτη και καπνός.
Οι πρώτοι -υπερήφανοι πύργοι- χτίζουν από την πέτρα της υπομονής, ένα-ένα τα σκαλοπάτια προς τον ουρανό. Οι δεύτεροι -υπερήφανοι πυρσοί- απλώνουν τα φτερά τους από θέρμη κι από φως. Δυο υπερηφάνειες, δυο πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης που σπανίως ακουμπάνε τις ψυχές μεταξύ τους, καθώς το νησί ονειρεύεται τη θέρμη μιας εστίας με τη φλόγα δαμασμένη και η ανήσυχη φωτιά -αν και πολύ θα ήθελε να φωτίσει μια άγνωστη σ’ εκείνη φύση- δυσκολεύεται να διασχίσει τη θάλασσα που τους χωρίζει.

Στ’ αριστερά μου, ένας πατέρας ακούμπησε στη διπλανή καρέκλα το κοριτσάκι που κρατούσε στα γόνατα, έτοιμος να ορθώσει το οικογενειακό του ανάστημα. Στο βάθος ένα μωρό ετοιμαζόταν να κλάψει. Και τότε, όσο απρόσμενα είχε κάνει ο Αντώνης την εμφάνιση του στη σκηνή, τόσο απότομα την εγκατέλειψε. Η ένταση χάθηκε ξαφνικά από τα μάτια του σαν ένα αόρατο χέρι να είχε κλείσει τις κουρτίνες στα παράθυρα της ψυχής του κι αποτραβήχθηκε στη σκοτεινή γωνιά όπου καθόταν αρχικά σαν την μαριονέττα που συρρικνώνεται όταν χαλαρώνουν οι κλωστές που την κρατούσαν ζωντανή.
Το κόκκινο -προδομένο από την υποχώρηση του θυμικού- εγκατέλειψε ντροπιασμένο το προσκήνιο της συναισθηματικής παλέτας κι ο χώρος βάφτηκε ξανά σε χρώματα παστέλ.
Τα βλέμματα επέστρεψαν στο πάνελ των τιμώμενων προσώπων, ένας πατέρας χάιδεψε τα ξανθά μαλλιά της κόρης του και στο βάθος της αίθουσας ένα μωρό αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά της μητέρας του. Οι άνθρωποι-νησιά, θα άφηναν τον άνεμο του χρόνου να σβήσει από την άμμο της συνείδησης τους, τα τελευταία χνάρια μιας ενοχλητικής ανάμνησης.

Ωστόσο, αν δεν είχαν αποστρέψει τόσο γρήγορα το νικηφόρο βλέμμα τους από τη σκιερή γωνιά, πιθανόν να πρόσεχαν -όπως εγώ- το ικανοποιημένο χαμόγελο που είχε ζωγραφιστεί στο σκοτάδι χωρίς πρόσωπο, σαν αυτό του αφανούς γάτου της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων.
Δύσκολο, πιθανόν επικίνδυνο, όχι όμως και ακατόρθωτο. Ένα νησί αχαρτογράφητο, μυστηριώδες, όχι όμως χωρίς όνομα. Αντώνης Τουμανίδης, το νησί που εγώ, γνήσιο τέκνο ενός αστερισμού της φωτιάς, έπρεπε οπωσδήποτε να εξερευνήσω.
- Σ.Δ.: Μετά από μια μέρα στο κόκκινο και το μαύρο, όταν πέφτει η νύχτα, ο Τουμανίδης πρέπει να φοβάται το σκοτάδι ή το σκοτάδι τον Τουμανίδη;
- Α.Τ.: Προέρχομαι από το σκοτάδι. Πως θα μπορούσα λοιπόν να το φοβηθώ και πως θα ήταν δυνατό να φοβηθεί αυτό εμένα;
- Σ.Δ.: Για να ενηλικιωθείς, εσύ Αντώνη, σκότωσες τον πατέρα ή το παιδί που ήταν μέσα σου;
- Σ.Δ.: Ενάρετος ή καλαίσθητος, ποιος από τους δυο χαρακτηρισμούς, αν σου τον απηύθυναν, θα σε προσέβαλε περισσότερο;
- Σ.Δ.: Ο Μαριονετίστας: χειραγωγός ή καθοδηγητής;
- Σ.Δ.: Τελικά η μύτη κάποιου μεγαλώνει όταν λέει ψέματα που όλοι θέλουν ν’ ακούσουν, ή όταν λέει αλήθειες που κανείς δε θέλει ν’ ακούσει;
- Σ.Δ.: Ποιο μήλο ήταν πιο καθοριστικό για την ανθρωπότητα, αυτό της Εύας ή αυτό του Νεύτωνα;
- Σ.Δ.: Ο Στάλιν έλεγε πως ένας θάνατος είναι μια τραγωδία, ενώ ένα εκατομμύριο θάνατοι είναι απλά μια στατιστική. Ποια είναι η δική σου άποψη;
- Σ.Δ.: Το μαύρο χιούμορ ακροβατεί πάντα ανάμεσα στο γελοίο και το μακάβριο, εσύ πως καταφέρνεις να κρατηθείς σε ισορροπία;
Α.Τ.: Το μαύρο χιούμορ αποσκοπεί στο μειδίαμα. Και αυτό το μειδίαμα είναι η βασική διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο γελοίο και το μακάβριο. Αρκεί μόνο να μην περνάει κάποιος αυτήν τη γραμμή.
- Σ.Δ.: Αν ο πατέρας σου ήταν ένας κατά συρροή δολοφόνος, θα επιζητούσες την αγάπη του;
- Σ.Δ.: Πιστεύεις πως οι ευτυχισμένοι άνθρωποι προδίδουν το είδος τους;
- Σ.Δ.: Πιστεύεις πως αν γυρίσεις την πλάτη στη μοίρα, αυτή θα σε ξεχάσει;
- Σ.Δ.: Απ’ όλες τις λέξεις της ελληνικής γλώσσας, ποια σ’ έχει πονέσει πιο πολύ;
- Σ.Δ.: Αν ήξερες πως η πένα μπορεί να σκοτώσει, θα συνέχιζες να γράφεις;
- Σ.Δ.: Θα υπήρχε κάποιο επιχείρημα που θα σε έπειθε να γράψεις ανώνυμα ένα βιβλίο για κάποιον άλλο συγγραφέα;
- Σ.Δ.: Αν με κάποιο μαγικό τρόπο ήξερες εκ των προτέρων πως το βιβλίο που γράφεις θα γνωρίσει μεγάλη επιτυχία, θα σε βοηθούσε να το ολοκληρώσεις γρηγορότερα ή θα σε δυσκόλευε να το τελειώσεις;
- Σ.Δ.: Όταν κάποιος σου λέει πόσους φίλους έχει, από ποιόν αριθμό και πάνω καταλαβαίνεις πως δεν έχει κανέναν;
- Σ.Δ.: Ο Χίτσκοκ είπε το εξής: «Είμαι ένας τυποποιημένος σκηνοθέτης. Αν κάνω τη Σταχτοπούτα, το κοινό θα ψάξει να δει αν υπάρχει πτώμα στην άμαξα». Εσύ Αντώνη δε φοβάσαι τον πνευματικό περιορισμό της καλλιτεχνική τυποποίησης;
- Σ.Δ.: Πιστεύεις πως το βλέμμα που αντιστέκεται στις κλειδαρότρυπες ανήκει σ’ έναν δυστυχισμένο άνθρωπο;
- Σ.Δ.: Θα σε στεναχωρούσε περισσότερο από έναν αναγνώστη σου, αν τον έπαιρνε ο ύπνος καθώς διάβαζε ένα βιβλίο τρόμου σου ή αν κατάφερνε εύκολα να κοιμηθεί αφού το είχε τελειώσει;
- Σ.Δ.: Αν έπεφτες σ’ ένα σκοτεινό πηγάδι, ο πρώτος φόβος σου θα ήταν να έχει πάτο ή να μην έχει;
- Σ.Δ.: Ποιος πιστεύεις πως είναι ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος, αυτός που θέλει να τον δουν όλοι να αυτοκτονεί ή αυτός που δεν θέλει να τον δει κανείς να ζει;
- Σ.Δ.: Θα προτιμούσες να έχεις τη δυνατότητα να πραγματοποιήσεις τις δικές σου ευχές ή να μπορείς να ματαιώσεις τις κατάρες των άλλων;
- Σ.Δ.: Αν ο μόνος τρόπος για να σε αγαπήσει αυτός που ερωτεύτηκες ήταν να θυσιάσεις τη ζωή σου γι’ αυτόν, θα το έκανες;
- Σ.Δ.: Σ’ έναν αγώνα χωρίς αύριο, ποιόν λυπάσαι περισσότερο, αυτόν που φτάνει δεύτερος ή αυτόν που έρχεται τελευταίος;
- Σ.Δ.: Πιστεύεις πως μια τραγωδία με αίσιο τέλος θα ήταν κωμική ή πως μια κωμωδία με δυσμενή κατάληξη θα ήταν τραγική;
- Σ.Δ.: Ένας γνωστός μου συνηθίζει να λέει πως ο έρωτας είναι σαν τους βασιλείς, για να γίνει στέψη πρέπει να προηγηθεί ο θάνατος. Εσύ συμφωνείς;
- Α.Τ.: Ένα στέμμα χρειάζεται ένα κεφάλι που να μπορεί να το κουβαλήσει. Αυτή είναι η αλήθεια.
- Σ.Δ.: Αν το σεξ ήταν απαγορευμένο, ο έρωτας θα ήταν πιο δυνατός;
- Σ.Δ.: Πιστεύεις πως η φαντασία είναι το ψέμα του χτες ή η αλήθεια του αύριο;
- Α.Τ.: Η φαντασία είναι διαχρονική και υπερβαίνει κατά πολύ την ανθρώπινη αλήθεια και το ανθρώπινο ψέμα.
- Σ.Δ.: Αν ο καθρέφτης σου μπορούσε να μιλήσει, θα του εμπιστευόσουν τα μυστικά σου;
- Σ.Δ.: Αν ήξερες εκ των προτέρων πως η απάντηση θα είναι ¨ναι¨, ποια ερώτηση θα έθετες, και σε ποιόν;
Πάντα πίστευα πως η πλειονότητα των ανθρώπων χωρίζεται σε δυο κατηγορίες, τους ανθρώπους-νησιά και τους ανθρώπους-φωτιά, κι ακόμα το πιστεύω. Όμως η γνωριμία μου με τον Αντώνη έριξε ένα νέο -αρνητικό φως- σε μια λέξη που είχα τοποθετήσει σ’ αυτή την πρόταση από τυπική ευγένεια προς τους κανόνες της λογικής. Όπως ακριβώς υπογράφουμε μια ασφάλεια ζωής… για παν ενδεχόμενο. Μια λέξη που έβρισκα ως τώρα διακοσμητική, αν όχι περιττή: τη λέξη πλειονότητα. Ο Αντώνη όμως είναι η τρανή απόδειξη πως το ανθρώπινο είδος έχει την ¨κακή¨ συνήθεια να ξεγλιστράει από κάθε προσπάθεια ταξινόμησης. Πάντα υπάρχουν ιδιόμορφες, μοναδικές προσωπικότητες σαν τη δική του που δε ταιριάζουν σε κανένα καλούπι, που δε χωράνε σε κανένα κουτί. Είναι οι περίφημες -άκρως ενοχλητικές- εξαιρέσεις στον γενικό κανόνα. Οι χαραμάδες που αψηφούν κάθε στεγανό.
Ο Αντώνης δε φοβάται τη νύχτα, δε φοβάται να μείνει μόνος. Πολλές φορές το επιζητεί. Δε χτίζει όμως πύργους γύρω από τα δικά του όνειρα, αντιθέτως θα έλεγε κανείς πως του αρέσει να γκρεμίζει τους πύργους των άλλων για να απογυμνώσει και να εκθέσει τα δικά τους θέλω.
Ο Αντώνης έχει ανάγκη τους άλλους, έχει κάτι να τους πει και θέλει να τον ακούσουν. Ένα μήνυμα όμως που δε ταξιδεύει στα φτερά του φωτός αλλά μέσα στο σκοτάδι. Ένα μήνυμα από οξύ, ένα υγρό πυρ που καίει και δεν σβήνει. Ούτε νησί, ούτε φωτιά λοιπόν… ή μήπως μια υβριδική μετάλλαξη και τον δυο;
Αντώνης Τουμανίδης, ένα ενεργό ηφαίστειο κρυμμένο στην αχόρταγη καρδιά του τριγώνου των Βερμούδων.

Σοφία Δερέ
Επιμέλεια και σύνταξη Σοφία Δερέ

Μακεδονίτισσα, Λέων, καλλιτέχνης. Οι άνθρωποι όμως, δεν είναι μόνο μια λάμψη σαν τον ήλιο, έχουν και μια διαδρομή. Μια πορεία αναζήτησης του δικού τους ουρανού, από τις ξεθωριασμένες σελίδες του χθες, ως τις λευκές σελίδες του αύριο. Ένα μοναδικό βιβλίο που σπανίως διαβάζεις από την αρχή, αλλά που πάντα αξίζει να το ξεφυλλίσεις ως τη σελίδα του σήμερα. Ας διαβάσουμε λοιπόν μαζί, λίγες σελίδες από το βιβλίο της Σοφίας.
Η Σοφία γεννήθηκε στους πρόποδες του Κορύλοβου, τη χρονιά που η μεγάλη σκιά σκέπασε την Ελλάδα. Το σπίτι της ,ένας ναός της τάξης και της ηθικής, όπου δέσποζε η ηγεμονική μορφή του πατέρα. Ένας πατέρας αλύγιστος, ασυμβίβαστος, μα ταυτόχρονα μια αστείρευτη πηγή προσφοράς και ανιδιοτέλειας. Το χέρι πάντα απλωμένο και ανοιχτό για προσφορά σε όλους, μα πάντα σηκωμένο και βαρύ συνόδευε την αυστηρότητα στον δρόμο για την τιμωρία. Στη σκιά του μια μητέρα ασπίδα, μια μητέρα χάδι, μια μητέρα θυσία. Το χέρι της πάντα σφιγμένο από εσωστρέφεια και συχνά πυκνά από φόβο.
Από τους γονείς της η Σοφία, κληρονόμησε υπερηφάνεια και δοτικότητα κι απ’ τα παιδικά της χρόνια -ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους των αυστηρών αρχών-, την ανάγκη για επανάσταση, για ανεξαρτησία, για ελευθερία.
Μεγάλωσε νωρίς, παντρεύτηκε νωρίς, έγινε η ίδια μάνα ενώ ήταν ακόμα παιδί.. Άφησε την κοιμισμένη αγκαλιά της επαρχιακής της πόλης, για να δοκιμάσει τις δυνάμεις της στη μόνη αρένα όπου όλα μπορούν να συμβούν. Εκεί που η καρδιά της χώρας χτυπά, στην Αθήνα των χιλιάδων προσώπων. Έφυγε μακριά και ποτέ δε ξαναγύρισε.
Αντιμετώπισε τον κόσμο όλο σε μια ηλικία, που τα άλλα κορίτσια ζεσταίνονται ακόμα κάτω απ’ τα γαλακτερά τους παπλώματα. Η Σοφία έκανε χίλιες δουλειές, γνώρισε χίλιους ανθρώπους, όμως τον ακρογωνιαίο λίθο της δικής της εστίας, του δικού της πεπρωμένου, της δικής της αποστολής, δεν τον άφησε να πέσει χάμω, κάτω από τα αυξανόμενα βάρη της ανθρώπινης καθημερινότητας. Ήθελε να μάθει για να ξέρει το γιατί, ήθελε να πάθει για να ξέρει το πώς, ήθελε να δοκιμάσει πολλά για να μη μετανιώσει. Δούλεψε για τους άλλους και δούλεψε για τον εαυτό της. Πούλησε, οργάνωσε, διεύθυνε και ίδρυσε. Ποτέ δεν ακολούθησε, ποτέ δεν συμβιβάστηκε, ποτέ δεν κουράστηκε.
Από την αίθουσα συσκέψεων μιας πολυεθνικής, στην αίθουσα με τους καθρέφτες του δικού της οίκου μόδας, η Σοφία πάνω απ’ όλα δημιούργησε.
Από μια ζωή τόσο γεμάτη, η Σοφία πήρε πολλά και έδωσε ακόμα περισσότερα, όπως το ποτάμι κατεβαίνει από το βουνό συλλέγοντας αργά και υπομονετικά το νερό για να γίνει μια μέρα θάλασσα.
Η θάλασσα Σοφία είναι πλέον έτοιμη να προσφέρει τον εσωτερικό της πλούτο σε όσους θα θελήσουν να διαβάσουν για έναν κόσμο ολόκληρο πίσω από τον αφρό των κυμάτων.
Ετοιμαστείτε -όσοι τολμηροί-, για ένα μεγάλο ταξίδι στις σελίδες της Σοφίας.
Στέφανος Παπαδόπουλος
Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου