
Στην πΈνα" ✒️✒️
"ΧΡΥΣΟ ΒΕΛΟΣ"
Γράφει η Άννα Σπανογιώργου
Χρυσό βέλος...

Μόνο
η μάνα του τοξότη, η Νύχτα, ξέρει πώς φτιάχνεται τούτο το φαρμάκι. Κάθε τρίτη
πανσέληνο του χρόνου, παίρνει το μεγάλο της αργυρό τσουκάλι και ανάβει μια φωτιά
στη μέση του αιώνιου δάσους. Ταΐζει τις λαίμαργες φλόγες με τσάκνα από κουφοξυλιές,
κούτσουρα από φλαμουριές και ξέρα φύλλα φασκόμηλου. Όταν ο τόπος μοσχοβολήσει
και η φωτιά χωνέψει, τοποθετεί το τσουκάλι της πάνω στα πυρωμένα κάρβουνα.
Προτού
πάρει την κουτάλα της- τη μεγαλύτερη απ’ όλες, τη χρυσή, με τα λουλουδένια
σκαλίσματα στη λαβή- λύνει τα μαύρα μαλλιά της και τα σκορπίζει να ακουμπήσουν
τη γη. Το έδαφος αναριγά στην επαφή και οι θνητοί, όσοι δεν κοιμούνται ή το
αντιλαμβάνονται εκείνη την ώρα, ψελλίζουν στο σκοτάδι: «Τρίτο γεμάτο φεγγάρι, σεισμού έχει τη χάρη». Και ανατριχιάζουν όταν
συλλογίζονται την συνέπεια του εγκέλαδου κάθε χρόνο, τέτοια μέρα και τα μάτια
τους δεν σφαλίζουν, πάρα μένουν ανοιχτά ώσπου να χαράξει.
Εκείνη,
μόλις κρατήσει στα χέρια της το πρώτο πολύτιμο υλικό, το τοποθετεί απαλά μέσα
στο σκεύος, αρπάζει την κουτάλα και αρχίζει να ανακατεύει με προσοχή λέγοντας:
«Δηλητήριο βγαλμένο
απ’ τα βάθη της ψυχής
αϋπνία σου προσφέρω
για να δημιουργηθείς»
Ένα
πηχτό, κόκκινο υγρό εμφανίζεται να κοχλάζει με χοντρές φούσκες που σκάνε με
παφλασμούς. Τότε, η Νύχτα, βγάζει από τον κόρφο της ένα μπουκαλάκι μικρό, με
πράσινο υγρό το ανοίγει και στάζει μέσα στο τσουκάλι πέντε σταγόνες.
«Αγάπη τυφλή
ζήλια και φθόνος
μαζί ή μόνος
σε ακολουθεί».
Έπειτα, παίρνει από τη δεξιά τσέπη του μαύρου της
φουστανιού μια χόντρη βελόνα που κουβαλά πάντα. Την έχει για να ράβει στον
ουρανό τις τρύπες που αφήνουν τα άστρα όταν πέφτουν. Αλλά, μόνο μια φόρα τον
χρόνο, μόνο αυτή την βραδιά, την χρησιμοποιεί για να τρυπήσει το δάχτυλό της.
Πάντα τον δεξιό δείκτη και από εκεί στάζει τρεις σταγόνες στο φίλτρο.
«Κόκκινο αίμα
στάλα μικρή
μεγάλη η φλόγα
να καίει στη ψυχή»
Μόλις ολοκληρώσει αυτά τα λόγια δείχνει με το τρυπημένο
δάχτυλο τη Σελήνη. Σηκώνει το κεφάλι της και την αντικρίζει κατάματα. Εκείνη,
έχοντας λάβει την εντολή, αυξάνει το φως της και λούζει τον κόσμο με καθάριο,
ασημένιο χρώμα. Τότε ακούγονται ακατάληπτες λέξεις να βγαίνουν από μέσα από τα
δέντρα, αντηχούν στο δάσος και ο αέρας τις μαζεύει όλες και τις χώνει μέσα στο
τσουκάλι.
Ώρες
μένει να σιγοβράζει το δηλητήριο, μέχρι να πηχτώσει, να μεστώσει και να πάρει
χρυσαφί χρώμα. Η Νύχτα μένει να το κοιτάει με το μαύρο βλέμμα της, ενώ αναλογίζεται
την αιώνια, καταραμένη αγάπη της για τον ήλιο. Πριν χαράξει, λίγο πριν εξαφανιστεί, με υγρό
το βλέμμα και στεντόρεια φωνή μιλάει και λέει:
«Από του οράν το εράν»(*).
Καθώς
εκείνη ξεφτίζει με τις πρώτες δειλές ηλιαχτίδες που ξεπετάγονται πίσω από τις
ανατολικές βουνοκορυφές, εμφανίζεται ο γιος της, ο πρωτόγονος, ο φτερωτός, ο ανίκητος
στη μάχη. Ο πανέμορφος στην όψη νέος, χαμογελά ευχαριστημένος. Φρέσκο δηλητήριο
για τα χρυσά, πολύτιμα βέλη του. Τα βουτά όλα στο τσουκάλι και μετά τα
τοποθετεί στη φαρέτρα του. Κρατά γερά το τόξο του, το χρυσό, το περίτεχνο και
ξεκινά για να βρει τα επόμενα θύματά του. Και μόλις τα εντοπίσει, τεντώνει την
χορδή του και στο ελευθέρωμά της δεν υπάρχει πλέον καμία ελπίδα για το θύμα.
Είναι άριστος στο σημάδι και το χρυσό βέλος δεν λαθεύει ποτέ στον στόχο του.
Και
το δηλητήριο ποτίζει το αίμα. Και το μολυσμένο αίμα ταξιδεύει στην καρδιά. Και
η καρδία το στέλνει σε όλο το σώμα. Και εγκέφαλος δεν μπορεί να σκεφτεί καθαρά,
όπως πριν. Και εσύ, είσαι εσύ, αλλά στην πραγματικότητα αυτό που ήσουν δεν θα
είναι ποτέ το ίδιο με αυτό που έχεις γίνει.
(*μτφρ
«Από το βλέμμα ξεκινάει ο έρωτας»)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΕΔΩ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου