Home Ads

Κυριακή 15 Ιουλίου 2018

"Στην πΈνα": ΤΡΙΤΗ ΗΛΙΚΙΑ ... ΓΡΑΦΕΙ Η ΤΟΝΙΑ ΚΥΡΙΦΙΔΗ

"Στην πΈνα"  ✒️✒️


"ΤΡΙΤΗ ΗΛΙΚΙΑ"
Γράφει η Τόνια Κυριφίδη




Τρίτη ηλικία..

Και έρχεται μία στιγμή που κοιτάς τους δικούς σου ανθρώπους, εκείνους που σε έφεραν στη ζωή και δεν τους αναγνωρίζεις. Προσπαθείς να ανακαλύψεις μέσα στο βλέμμα τους κάτι γνώριμο από τον παλιό τους εαυτό και δυστυχώς διαπιστώνεις πως τα άτομα που ήξερες μέχρι χθες, δεν είναι εκεί…
Τι έγινε και άλλαξαν τόσο πολύ; Τι μεσολάβησε και έγιναν κάποιοι άλλοι; Είναι τόσο απλό όσο και φυσιολογικό. Μεγάλωσαν! Και για την ακρίβεια, γέρασαν! Και αυτό σε ξενίζει, αλλά και σε ξινίζει. Αυτό πολλές φορές είναι απόρροια κάποιας αρρώστιας ή μίας χρόνιας ταλαιπωρίας που τους βασανίζει και στο τέλος καταφέρνει να τους λυγίσει. Και το αποτέλεσμα; Το βήμα βαραίνει και αναρωτιέσαι που πήγε αυτή η ενέργεια και η δύναμη που διέθεταν πριν λίγο καιρό. Το βλέμμα θαμπώνει και χάνεται η σπιρτάδα που διέκρινες παλιά. Οι μνήμες θολώνουν και ξεχνούν ονόματα, ημερομηνίες και γεγονότα. Μπερδεύουν τις ημέρες, τους μήνες, ίσως και τις χρονολογίες. Συχνά-πυκνά αναρωτιούνται αν είναι πρωί ή βράδυ. Αν είναι Δευτέρα ή Σάββατο… Ξεχνούν πότε ήταν και η τελευταία φορά που τους επισκέφθηκες…
"Έχεις να' ρθεις τόσες μέρες. Γιατί χάθηκες;" ρωτούν με παράπονο.
Κι εσύ εκνευρισμένος απαντάς: ”Μα τι είναι αυτά που λες; Χθες δεν ήμουν εδώ όλο το απόγευμα; Δεν το θυμάσαι;"
Μα δυστυχώς δεν το θυμούνται και δεν είναι το μοναδικό. Ξεχνούν σημαντικά πράγματα, όπως για παράδειγμα τα χάπια τους. Ή ακόμη και αν τα πάρουν, κάνουν λάθος στη δοσολογία ή και στη σωστή σειρά. Και ας τους έχεις αγοράσει διαχειριστή χαπιών για να τους διευκολύνεις. Είναι και φορές που αρνούνται πεισματικά να ακολουθήσουν τις οδηγίες, όχι μόνο τις δικές σου, αλλά και των γιατρών.
"Εγώ αυτά τα χάπια δεν τα πίνω. Μου φέρνουν ζαλάδες. Πες του γιατρού να τα πιει εκείνος. Έχουν παρενέργειες. Το γράφει και το εσώκλειστο."
Αχ αυτό το εσώκλειστο! Πόσες φορές σε έχει βάλει σε μπελάδες; Πόσες φορές δεν ήθελες να το σκίσεις για να μην το δουν και σε προβληματίζουν για να πάρουν τα χάπια τους;
Άσε δε οι παραξενιές. Στο φαγητό, στις δουλειές του σπιτιού που πλέον έχουν περάσει στην δική σου αρμοδιότητα, στα ψώνια που πρέπει να κουβαλάς σχεδόν κάθε μέρα. Σούπερ μάρκετ, λαϊκή, χασάπης… Όλα εσύ! Και φυσικά τίποτα δεν κάνεις σωστά. Εκείνοι τα ξέρουν όλα. Εσύ είσαι "τωρινός", ενώ οι ίδιοι έχουν την πείρα και κανείς δεν μπορεί να τους κοροϊδέψει. Για να μην μιλήσω για την αίσθηση των χρημάτων. Αυτή έχει χαθεί ανεπιστρεπτί. Είτε κρατούν πέντε ευρώ είτε πενήντα, είναι το ίδιο και το αυτό. Κι εκεί που κάνουν χαζές σπατάλες γιατί δεν αντιλαμβάνονται την αξία των χρημάτων, εκεί αρχίζουν τις τσιγκουνιές και τις καχυποψίες.
"Στο συρτάρι του κομοδίνου είχα κάτι χρήματα και τώρα δεν τα βρίσκω. Μήπως τα πήρες και δεν μου το είπες;"
Και άλλα τέτοια τραγελαφικά που πρέπει καθημερινά να αντιμετωπίζεις όσο πιο ψύχραιμα και στωικά μπορείς. Αλλά έρχονται και στιγμές που νευριάζεις. Τα περίεργα που ακούς σε "βγάζουν από τα ρούχα σου"! Και ξεσπάς! Και λες λόγια σκληρά και μετά το μετανιώνεις. Και ζητάς συγνώμη. Και φτου και απ' την αρχή!
Και αρχίζεις να αναρωτιέσαι: "Έτσι θα γίνω κι εγώ;"
Ε, ναι! Αν φθάσεις σε τόσο προχωρημένη ηλικία, κάπως έτσι σε βλέπω. Άλλωστε οι γονείς μας είναι μία πρώτη εικόνα του εαυτού μας. Αν όμως φθάσεις στα χρόνια τους. Αν καταφέρεις και επιβιώσεις από όλα όσα βάλλεσαι καθημερινά. Από όλες τις αναποδιές και τα προβλήματα που έρχονται το ένα μετά το άλλο, διότι όπως είπε και ο Σοφοκλής: "ενός κακού μύρια έπονται"!
Συνεπώς μην αγχώνεσαι για το αν θα γίνεις σαν τους γονείς σου, αλλά αν θα φθάσεις στην ηλικία τους. Αυτό να σε προβληματίζει πρώτα απ' όλα.
Το συμπέρασμα είναι πως όταν οι άνθρωποι μεγαλώνουν και αναπόφευκτα γεράσουν, μετατρέπονται σε πλάσματα εγωιστικά. Κάνουν πείσματα σαν μικρά παιδιά. Αποζητούν την πλήρη προσοχή σου. Είναι αυτοί και κανείς άλλος. Και κάπου το βρίσκω λογικό, αν σκεφτείς πως αυτοί οι άνθρωποι έχουν φθάσει στο απόγειο της ζωής τους και δεν έχουν να περιμένουν τίποτε άλλο εκτός από το μοιραίο! Παγερή σκέψη! Για φαντάσου; Εσύ πώς θα αισθανόσουν στην θέση τους;
Και φυσικά σαν παιδί τους είσαι υποχρεωμένος να τους φροντίσεις και να τους γηροκομήσεις. Και θεωρώ πως εν μέρει έτσι είναι το σωστό. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως αν δεν υπήρχαν οι γονείς μας δεν θα είχαμε έρθει κι εμείς σε τούτο τον κόσμο! Άλλωστε αυτό ενδόμυχα περιμένουμε και οι ίδιοι από τα δικά μας παιδιά. Να μας φέρουν ένα ποτήρι νερό, όταν δεν θα μπορούμε να το πάρουμε μόνοι μας, να μας δώσουν ένα χέρι βοηθείας όταν θα είμαστε ανήμποροι, να μας πουν μία γλυκιά κουβέντα παρηγοριάς, μιας και τα στερνά είναι προ των πυλών.
Ωστόσο, σε αυτό το σημείο θα ήθελα να κάνω μία παρένθεση (όχι που θα σας άφηνα χωρίς περεταίρω σχόλια…) Όταν αποφασίζουμε να φέρουμε στον κόσμο τα παιδιά μας, ποιος άραγε είναι ο σκοπός μας; Να εξασφαλίσουμε δωρεάν νοσηλευτές για τα γεράματά μας; Ή να νοιώσουμε οι ίδιοι ολοκληρωμένοι ως άνθρωποι, που δεν έμειναν άκληροι, εκπληρώνοντας και το χρέος τους στη μαμά πατρίδα! Η γέννηση των παιδιών είναι, πρώτα απ΄ όλα ευτυχία και έπειτα ηθική ικανοποίηση πως θα διαιωνιστεί το είδος μας (μιας και είμαστε μοναδικοί…). Η μετέπειτα φροντίδα μας από τα παιδιά μας, είναι ξεκάθαρα στο χέρι και στην δική τους διάθεση. Δεν πρέπει να είναι "υποχρέωση", ούτε και δέσμευση, αλλά μία εσωτερική ανάγκη να μας ανταποδώσουν - και όχι να μας ξεπληρώσουν - την προσφορά μας όταν ήταν ακόμη παιδιά. Και αυτό θα πρέπει να απορρέει από τον τρόπο που εμείς οι ίδιοι τα γαλουχήσαμε. Να σέβονται δηλαδή και να έχουν υψηλό το αίσθημα της ευθύνης για τους δημιουργούς τους, χωρίς όμως αυτό να μετατρέπεται σε άγχος, καταναγκασμό και βαρύ καθήκον. Η φροντίδα τους πρέπει να περιέχει αγάπη και σεβασμό, αληθινό νοιάξιμο και ευαισθησία.
Διότι έρχεται η εποχή που βλέπεις τους άλλοτε αγέρωχους και αεικίνητους γονείς σου, οι οποίοι είχαν άποψη και γνώση πάνω σε όλα (τουλάχιστον έτσι φάνταζαν στα δικά σου μάτια), να σε κοιτούν με μια μελαγχολία και ίσως ένα μικρό παράπονο. Μάλλον θα αναρωτιούνται πώς πέρασαν τόσο γρήγορα τα χρόνια. Πότε ήταν νέοι, δυναμικοί και αυτόνομοι και τώρα πονούν με την διαπίστωση πως έχουν την ανάγκη των άλλων και δη την δική σου. Και πίστεψέ με, στεναχωριούνται γιατί ξέρουν πως σε κρατούν δέσμιο εξαιτίας της δικής τους ανημποριάς. Και όταν μάλιστα έχουν καθαρή σκέψη - λίγο σπάνιο στην τόσο προχωρημένη ηλικία τους - τρέμουν στην ιδέα πως η φροντίδα τους μπορεί να γίνει αυτοσκοπός σου, σπαταλώντας τον πολύτιμο χρόνο σου που λογικά θα διέθετες για να φροντίσεις εσένα και την οικογένειά σου.
Άτιμο πράγμα τα γηρατειά. Βέβαια όποιος μπορεί και γερνάει, σημαίνει πως ζει. Πως τα έχει καταφέρει και έχει βγει νικητής (προς το παρόν βεβαίως) στο άνισο αγώνα με τον θάνατο! Και αυτό, αν μη τι άλλο, είναι επιτυχία!
Ξέρω πως σας έχω ήδη κουράσει. Είμαι πολυλογού! Πρέπει να το κοιτάξω. Αν και στο χωριό μου λένε "πρώτα πεθαίνει ο άνθρωπος και μετά το χούι!"
Θα ήθελα όμως να παραθέσω ένα ποίημα που έγραψα για τον πατέρα μου, που βρίσκεται σε αυτή την περίεργη ηλικία και που δεν μου θυμίζει σε τίποτα τον αυταρχικό, δυναμικό, αποφασιστικό, έξυπνο, διορατικό, χαρισματικό άνδρα που ήξερα κάποτε. Και αυτό με πονάει πολύ, μα δυστυχώς δεν μπορώ να το αλλάξω. Ο πρώτος άνδρας της ζωής μου είναι ένας ανήμπορος και γερασμένος άνθρωπος που όταν με κοιτά μέσα στα μάτια βλέπω την θλίψη του και την απογοήτευσή του. Ποτέ δεν σταματά να λέει "Δόξα τω Θεώ"! Όμως είναι και φορές που σπάει η φωνή του και μονολογεί! "Αχ Γιάννη, πώς γέρασες τόσο! Ήσουν αετός περήφανος και τώρα…"

ΛΑΒΩΜΕΝΟΣ ΑΕΤΟΣ

Όλοι σε λέγαν αετό
κι έρχονταν να φυλαχτούν,
κάτω από τα φτερά σου.
Το πέταγμά σου δυνατό,
γνωστοί και φίλοι να κρυφτούν,
μέσα στην αγκαλιά σου.
Είχες περήφανη καρδιά,
πού ´ξερε όλους ν´ αγαπά.
Στα μάτια σου όλοι παιδιά
και η ζεστή σου η καρδιά,
ήταν γεμάτη ανθρωπιά,
όλους τους συγχωρούσες.
Είχες βεβαίως και τρωτά,
τα είχα δει από κοντά,
όταν με τιμωρούσες.

Ήταν φορές πού´ σουν σκληρός
και πέραν το δέον αυστηρός,
μα ξέρω πως μ ´αγαπούσες.
Ήσουν στις θέσεις σου πιστός
και στην παρέα αρχηγός,
παιδί όταν γελούσες.
Αστεία δεν ήξερες να λες,
έδινες μόνο συμβουλές,
να τις τηρώ ζητούσες.
Ήσουνα πάντα ηθικός,
πολλές φορές πιο νευρικός,
απ´ ό,τι επιθυμούσες
Ποτέ δεν έκανες λεφτά,
τα αγαπούσες αρκετά,
τα σκόρπιζες μ´ απλοχεριά,
για σένα δεν κρατούσες.

Τα χρόνια όμως πέρασαν,
κοπήκαν τα φτερά σου
και πέσαν οι φτερούγες σου,
ασπρίσαν τα μαλλιά σου.
Δεν είσαι πια ο αετός,
ο αγέρωχος, ο δυνατός,
ράγισε η καρδιά σου.
Το βήμα σου έγινε βαρύ
και η ματιά σου πιο θολή
και η φωνή σου η βροντερή,
ακούγεται ψιθυριστή,
μέσ´ απ´ τα σωθικά σου.

Οι μνήμες σου έχουν κενά,
δεν τα θυμάσαι όλα πια,
το βλέμμα σου το μαρτυρά,
χάνεις τα λογικά σου.
Μα μην σε νοιάζει κι αν γερνάς,
όσα κι αν χάνεις κι αν ξεχνάς,
το ξέρω πως μας αγαπάς,
μας έχεις στην καρδιά σου.
Είσαι πατέρας και πονάς,
σ´ όποια ηλικία και αν πας,
πάντα θα λιώνεις, θα ζητάς
δίπλα σου τα παιδιά σου.

ΤΚ



 ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΕΔΩ:

ΤΟΝΙΑ ΚΥΡΙΦΙΔΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφείτε Στην Σελίδα Μας

Αναγνώστες

Συνολικές προβολές σελίδας

Σχόλια Αναγνωστών

Επικοινωνήστε Μαζί Μας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *