"ΘΕΙΑ ΔΙΚΗ"
Γράφει η Φραντζεσκα Μανγγελ
Θεία Δίκη..
Έφτασε στο σπίτι περασμένα
μεσάνυχτα. Εκείνη λαγοκοιμόταν στον καναπέ με την τηλεόραση ανοιχτή σε ένα
κανάλι telemarketing. Μόλις άκουσε τα κλειδιά στην πόρτα, μειδίασε μα κράτησε
τα μάτια της κλειστά. Πάντα της άρεσε τούτο το θέατρο. Το τάχα μου κοιμισμένη
για να έρθει στη γωνιά της και να την ξυπνήσει με φιλιά και τρυφερά λόγια.
Άκουσε τα βήματά του να περνάνε από το χολ στο σαλόνι, λίγο πιο δυνατά, ίσως
και πιο βιαστικά από το συνηθισμένο. Την πλησίασαν για μια στιγμή και έπειτα
απομακρύνθηκαν στα μέσα δωμάτια. Πάει να ξεντυθεί, σκέφτηκε και παρέμεινε
ακίνητη. Τη σιγή έσπασε ο ήχος από το νερό του ντους. Τι στο καλό, αφού έκανε
μπάνιο πριν φύγει. Δυο τρεις μικροί διάολοι χώθηκαν στο αυτί της και της
τριβέλισαν το μυαλό. Κούνησε το κεφάλι ενοχλημένη σε μια προσπάθεια να τους
διώξει. Το νερό σταμάτησε. Κι άλλα βήματα. Από το μπάνιο στην κρεβατοκάμαρα. Με
το κλείσιμο της πόρτας αναπήδησε. Αυτό κι αν ήταν απ’ τα άγραφα! Να
κλειδαμπαρωθεί στο δωμάτιο δίχως να της δώσει την παραμικρή σημασία! Σηκώθηκε
αθόρυβα και περπατώντας στις μύτες των ποδιών της, διέσχισε το σαλόνι. Η πόρτα
του μπάνιου ήταν ανοιχτή, το φως αναμμένο και οι καυτοί υδρατμοί είχαν θολώσει
το μικρό βιτρό με τις ζωγραφισμένες τουλίπες. Στάθηκε έξω από το υπνοδωμάτιο
και αφουγκράστηκε. Η ψιθυριστή φωνή του χανόταν πίσω από την κλειστή πόρτα. Οι
διάολοι ξεσάλωναν.
Ο φόβος της μεταμορφώθηκε σε μία μονάχα λέξη: Άλλη.
Τέντωσε
τα αυτιά της.
«Έμπλεξα σου λέω μαλάκα! Έμπλεξα χοντρά! Τι θα κάνω τώρα, μου
λες;»
«Όχι μόνος μου ήμουν. Γύριζα από το σπίτι του Χατζηθεοδώρου, που ‘χα πάει για
να κλείσουμε τη συμφωνία με την φαρμακευτική. Από τον Τροχονόμο μέχρι την Εκάλη
γκαζωμένος με πήγαινε ο άτιμος. Σε κάθε φανάρι τα ίδια.»
Πάλι κόντρες…,
ξεφύσησε. Κι αυτός ο ξάδελφός του.. Αντί να του τα χώσει, όλο τον καλύπτει.
«Είχε τρελαθεί σου λέω με το αμάξι. Του ‘χε γυρίσει το μάτι. Με προκαλούσε. Που
πας ρε φίλε με το φτιαγμένο DT ήθελα να του πω.»
Καλύτερα να ήταν γυναίκα…
Λιγότερα λεφτά θα του ‘τρωγε…
«Που να έβλεπες το βλέμμα που μου έριξε στο τελευταίο
φανάρι. Κάτι μεταξύ τσαντίλας και ζήλιας. Πρέπει να τα είχε κοπανήσει κιόλας.»
«Δεν… δεν ξέρω… Σάμπως πρόλαβα να δω; Οι δυο μας ήμασταν νομίζω στο δρόμο. Τη
μια στιγμή γκαζώναμε και την επόμενη η μηχανή έφυγε στην στροφή! Κωλοδήμος…
βραδιάτικα βρήκαν να ποτίζουν τα παρτέρια. Μες στα νερά ήταν η άσφαλτος. Ο
τύπος απογειώθηκε κανονικά. Έσκασε με το κεφάλι στο κράσπεδο. Και χωρίς κράνος!
Ακούς ρε;»
«Όχι. Το σκέφτηκα αλλά δεν μπόρεσα. Έτσι και έρχονταν οι μπάτσοι, θα
με έσκιζαν. Μου ‘χαν πάρει και το δίπλωμα για υπερβολική ταχύτητα τον περασμένο
μήνα. Που να σταματήσω… Πάτησα το γκάζι όσο πιο δυνατά μπορούσα.» «‘Έπρεπε να
έβλεπες όμως ρε φίλε τα μάτια του. Αυτό το βλέμμα δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Σαν να
το ‘ξερε πως θα πεθάνει. Η φρίκη… η φρίκη η ίδια… Πως κατάφερα να φτάσω σπίτι
ένας Θεός ξέρει… Ρίγη με είχε πιάσει σ’ όλη τη διαδρομή. Και η μικρή να
κοιμάται τον ύπνο του δικαίου ως συνήθως…»
Δεν χρειάστηκε να ακούσει κάτι άλλο.
Με αργά βήματα σύρθηκε ως τον καναπέ. Στην τηλεόραση μια ξανθιά σεξοβόμβα διαφήμιζε
αποχυμωτές. Έπιασε το τηλεκοντρόλ και την έβαλε στο αθόρυβο.
Έπειτα άνοιξε το
κινητό της και κάλεσε την αστυνομία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου