Home Ads

Πέμπτη 31 Μαΐου 2018

"Στην πΈνα": ΤΟ ΦΕΥΓΙΟ, ΓΡΑΦΕΙ Η ΑΝΝΑ ΣΠΑΝΟΓΙΩΡΓΟΥ


Στην πΈνα"  ✒️✒️



"ΤΟ ΦΕΥΓΙΟ"
Γράφει η Άννα Σπανογιώργου




ΤΟ ΦΕΥΓΙΟ...

Νόμιζες ότι οι πράξεις μετράνε περισσότερο από τα λόγια. Έτσι, έραψες το στόμα σου, μη τυχών και σου ξεφύγει λέξη, η καρδιά σου  μπήκε σε ξύλινο κουτί στην αυλή και έφυγες.
Σαν χθες τη θυμάμαι εκείνη τη μέρα, που η φρεσκοβαμμένη απουσία σου με κυνηγούσε όπου και αν πήγαινα.
«Άσε με ήσυχο!» της φώναζα, εκείνη η πεισματάρα, ως άλλη σκιά, με είχε πάρει στο κατόπι και με στοίχειωνε όλη μέρα!
«Άτιμη! Φύγε!» φώναζε το μυαλό μου.
Μέχρι και ο κύριος Ιγκόν, ο εφημεριδοπώλης, διέκρινε την αναστάτωση μου.
«Καλημέρα, κύριε Βερνάτ. Είστε καλά σήμερα; Μου φαίνεσθε κάπως χλωμός». Καλημέρισε, ρώτησε, παρατήρησε.
Τι να του έλεγα; Δεν έβγαινε καμία λέξη. Σκάλωναν σαν αγκίστρια στον λαιμό μου και η πετονιά τους τις τραβούσε πεισματικά μέσα μου. Δεν απάντησα, απλά έβγαλα το καπέλο μου και τον χαιρέτισα καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια να σχηματίσω μια ελαχίστη καμπύλη με τα χείλη μου. Γύρισα βιαστικά στο σπίτι.
Ήταν άδειο, το τζάκι σβηστό, δεν μύριζε ψημένο φαγητό, ούτε ακουγόταν κανένας θόρυβος από τα κατσαρολικά της κουζίνας.
Θα τρελαινόμουν, αλήθεια το λέω. Με γλίτωσε, όμως, ο χειμώνας. Βιαστικός να φέρει τη νύχτα, έκανε τη μέρα πέρα γρήγορα και με έβαψε μαύρο ολάκερο! Μου πήγαινε πολύ το χρώμα. Φυσικά, δεν μπορούσα να δω το είδωλο μου στον ολόσωμο καθρέφτη απέναντί μου, αλλά μάντευα ότι αυτό το σκοτάδι μου ταίριαζε πολύ, έτσι όπως ήμουν καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού μας, φορώντας μια λύπη για προσωπείο, παραδομένος στις  σκέψεις και λυγισμένος από το φευγιό.
Ποιος ξέρει πόσες ώρες στεκόμουν στην ίδια θέση, ακίνητος σαν άγαλμα. Δεν έφαγα, δεν ήπια, δεν κουνήθηκα. Το στομάχι μου ήταν ένας τεράστιος κόμπος και το σώμα μου βαρύ σαν γύψος. Προσπαθούσα να δεχτώ τη νέα πραγματικότητα. Έφυγες. Δεν θα γύριζες ποτέ πίσω.
Ένιωθα λυπημένος και προδομένος.
«Γιατί έφυγες, καλή μου;»
Τούτο το «γιατί;» είχε πάρει ένα κοφτερό μαχαίρι και σε κάθε επανάληψη χάραζε το μυαλό μου. Πηχτό το αίμα, πορφυρό, πεταγόταν και λέρωνε, χαλούσε το μαύρο μου!
«Γιατί;… Γιατί;… Γιατί;…» και οι στάλες πιτσιλούσαν  και κυλούσαν και έβαφαν.
«Γιατί το άφησα αυτό να γίνει;» ρώτησα και ξαφνικά το μαχαίρι έμεινε ακίνητο. Η λεπίδα του έλαμψε από μία αντανάκλαση και με τύφλωσε, άλλαξε προσανατολισμό, κινήθηκε προς την καρδιά μου. Δεν έπρεπε να το είχα πει αυτό…
Το μυτερό ατσάλι την πλησίαζε ολοένα και περισσότερο και οι χτύποι της ηχούσαν σαν τύμπανα μέσα στα αυτιά μου. Δυνατοί και γρήγοροι, και τώρα ακόμη πιο γοργοί. Φοβόμουν! Έτρεμα!  Το αιχμηρό άκρο άρχισε να βυθίζεται στην υγρή, κόκκινη σάρκα. Όχι! Ήθελα να ουρλιάξω! Μπορεί και να το έκανα, τώρα όμως δεν θυμάμαι και πολλά. Μια θολούρα σκεπάζει τη μνήμη μου.
Θυμάμαι ότι έφυγες.
Θυμάμαι ότι η καρδιά σου ήταν θαμμένη στον κήπο, σε ξύλινο κουτί. Νόμιζα πως ήταν καλά κρυμμένη. Έσφαλα.
Οι κύριοι αστυνομικοί την βρήκαν εύκολα μέσα στο φρεσκοσκαμμένο χώμα, πάνω στο άψυχο σώμα σου.
Έφυγες, γιατί; Γιατί με άφησες μόνο; Δεν ήθελα να το κάνω!
Εσύ φταις! Και όλα εκείνα που ποτέ δεν είπες, που ποτέ δεν έκανες.  
Συγνώμη, δεν είχα άλλη επιλογή…
Τώρα σε ακολουθώ, τρέχω πίσω από τα χνάρια σου, θέλω να σε βρω.
«Που είσαι, καλή μου;»
Άπειρο το σύμπαν και αιώνιος ο χρόνος. Δεν θα βιαστώ.


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΕΔΩ:



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφείτε Στην Σελίδα Μας

Αναγνώστες

Συνολικές προβολές σελίδας

Σχόλια Αναγνωστών

Επικοινωνήστε Μαζί Μας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *