"Εκπτωτικό κουπόνι επιβίωσης"
Γράφει η Νατάσσα Καραμανλή
Εκπτωτικό κουπόνι επιβίωσης..
«Πώς να επιβιώσει με εκπτώσεις ο έρωτας, μου λες;» Στις δύο
το πρωί, η φωνή σχίζει τους τοίχους. Οι γάτες ζαρώνουν πλάι στα τάσια των
αυτοκινήτων. Οι σκύλοι τεντώνουν τ’ αυτιά τους. Τα πουλιά σφίγγουν κι άλλο τις
φτερούγες τους.
Ο ύπνος κόβεται στη μέση και μια νέα περιπλάνηση ξεκινά. Την
πορεία την χάραξε ήδη ο αγανακτισμένος γείτονας. Βγαίνω στο μπαλκόνι. Η νύχτα
μυρίζει υποσχέσεις. Σκαρφαλωμένη άνοιξη
στα κλαδιά, στις αισθήσεις, στα σύννεφα,
παντού. Σπιθαμές φωτιάς ανάμεσα στις γρίλιες· προσμονή βαριά η ανάσταση των
πόθων. Άραγε αργεί ακόμα;
Ο γείτονας βηματίζει πάνω –κάτω στην απέναντι βεράντα. Τον
βλέπω ναι κουνά έντονα τα χέρια του. Το σκοτάδι που συνωμοτεί πάντα με τους ερωτευμένους,
καταπίνει τη φωνή του.
Αναλογίζομαι μαζί του. Για τις εκπτώσεις των συναισθημάτων. Για
τον κατήφορο των αισθημάτων. Καθένας μας είναι ένας σύγχρονος Σίσυφος.
Η πέτρα μας βαριά, δυσβάσταχτη ώρες- ώρες. Αγκομαχώντας σπρώχνουμε κάθε ξημέρωμα. Τα
προβλήματα της δουλειάς, όταν υπάρχει κι αυτή. Απειλές, αναφορές και περικοπές.
Νεύρα, άγχος. Καυγάδες και δικαιολογίες. Ανεβαίνει κι άλλο η πέτρα. Η ουρά στο
γκισέ του ΟΑΕΔ. Ανασφάλεια και τρόμος μας χτυπούν την πλάτη. Τα χαμόγελα
φθίνουν, μαραίνονται τα χείλη. Οι δρόμοι στενάζουν από πλήθη ανθρώπων
βουτηγμένων στη θλίψη. Μάτια απλανή. Μετράμε ανάποδα μέσα στις χούφτες μας.
Πόσος χρόνος απέμεινε για μια καλημέρα; Μια αγκαλιά; Με τι καρδιά; Κι όμως
χτυπάει!
Στο σπίτι, βιαστικά και με φούρια. Τραπέζι λιτό. Ίσως κι
όχι. Δυο πιάτα φαγητό στο χέρι μπροστά στον υπολογιστή. «Πλήρωσες το σταθερό;
Το φροντιστήριο της μικρής; Κλείσε τη βρύση, κοίτα πως ακρίβυνε το νερό. Μην το
σπαταλάς.»
Κρύα τα βράδια. Μονότονα. Επιτραπέζια, βιβλία, τηλεόραση.
Σιδέρωμα, άπλωμα. Το μπάνιο της μικρής. Με το ρολόι, όλα. Μετρημένα λεπτά.
Γρήγορα, δεν θα προλάβουμε! «Να περάσεις αύριο μετά το γραφείο από τη Νίκη»
« Δεν θα προλάβω, έχω ραντεβού για να δείξω ένα σπίτι.»
Καληνύχτα. Ύπνος σαν θάνατος. Δίχως όνειρα.
Σπαταλιόμαστε. Οι πέτρες φαρδαίνουν μέρα με τη μέρα,
βαραίνουν. Ο όγκος τους, μια απειλή που κρέμεται πάνω από το κεφάλι μας.
Καραδοκεί, παραμονεύει. Πότε θα τσακίσει η πλάτη. Πότε το βάρος του βράχου θα
μας πάρει από κάτω.
Κόβουμε από παντού
για να περιορίσουμε την σπατάλη. Κάνουμε οικονομία χρόνου. Δυνάμεων. Μειώνουμε
τις απώλειες. Κόβουμε κομμάτια από τη σάρκα μας για να ταΐσουμε τις μέρες μας.
Τις νύχτες μας. Για να μας δώσουν κι άλλη αντοχή. Να υπομένουμε τούτο το
ατέρμονο τραμπάλισμα. Ο Σίσυφος δεν κουράζεται ποτέ. Προβλέπει. Τεμαχίζει την
ανάγκη του προτού τον δαγκώσει.
Αυτό κάνουμε. Εκπτώσεις με κάθε τρόπο, όπου μπορούμε.
Θυμόμαστε μήπως ποιο ήταν το τίμημα; Μπα, μετά από τόσα χρόνια συνήθειας, ποιος
έχει αλήθεια ακόμα μνήμη;
Επιβιώνουμε, κρατώντας τα μάτια μισόκλειστα. Τα αυτιά
παρωχημένα στα καλέσματα της αγάπης. Δεν υπάρχει χρόνος. Δεν υπάρχει.
Επιβιώνουμε κρατώντας ταμπελάκια προσφορών, σφιχτά ανάμεσα στα δόντια μας. Κι
όταν τις νύχτες ο αέρας σκορπίζει την θαλασσινή αύρα στο προσκεφάλι μας,
διακινδυνεύουμε μια κοφτή ανάσα. Μία μονάχα. Δεν έχουμε κουράγιο. Μας στέγνωσε η πέτρα, μας
ρούφηξε όλη την ενέργεια. Κι όμως, κι αύριο, στην ίδια θέση θα μας περιμένει.
Πού να βρει λοιπόν, τόπο ο έρωτας για να διαβεί; Ποιος θα
σταματήσει για χατίρι του τη ροή της πέτρας; Ορθώς αναρωτιέται ο γείτονας. Κι εγώ
μαζί του.
Αφήσαμε τον έρωτα γυμνό να τριγυρνά κι εμείς κουκουλωθήκαμε
με το πάπλωμα. Από τις εκπτώσεις κι αυτό. Τιμή ευκαιρίας. Δεν το διαπερνά
τίποτα, μήτε ή άνοιξη, μήτε καν ο έρωτας.
Ας κοιμηθούμε μακάρια όλοι οι σύγχρονοι «Σίσυφοι». Κι αύριο
να μην ξεχάσουμε ν’ αναζητήσουμε το νέο μας εκπτωτικό κουπόνι. Κάθε μέρα μια
καινούργια προσφορά επιβίωσης μας περιμένει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου