"ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΙΔΙΟΙ, ΟΤΑΝ Η ΙΔΕΑ ΜΑΣ ΚΥΒΕΡΝΑ"
της ΑΛΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ - ΓΙΩΤΑΚΟΥ
Είμαστε όλοι ίδιοι, όταν η ίδια ιδέα μας
κυβερνά
Το ποίημα αυτό είναι αποτέλεσμα παλιών ωραίων εικόνων που τις
έζησα σε
μικρή ηλικία, όταν ζούσα σε θεσσαλική πόλη,
όπου το στοιχείο του γύφτου ήταν
εκεί με έντονη την παρουσία του.
Με δυνάμωνε πάντα αυτή η αδέσμευτη ψυχή, η
αδούλωτη καρδιά που
διέθεταν και ο τρόπος που διοχέτευαν όλους τους πόθους και
τις
λαχτάρες τους.Και σαν οι καιροί άλλαξαν και μαζί άλλαξαν και οι
άνθρωποι
και γκρεμίστηκαν οι αρχές και οι ωραίες ιδέες, και σαν ξεχάστηκαν
τα παλιά
ωραία τους όνειρα και έπαψαν πλέον να βλέπουν γη κι' ουρανό μόνο δικά τους,
τότε σταμάτησαν να φωνάζουν χτυπώντας τα δουλεμένα σκληρά τους χέρια!
''λεύτεροι είμαστ’ εμείς και λεύτερα θα ζούμε κι’ είμαστε γενιά
γεννημένη από
τη γη δυνατή που ξέρει καρπούς να δίνει και λεβέντες παιδιά
να γεννά.''
Όμως
μέσα μας ας υπάρχει το όνειρο πως πάλι θα ζήσουμε αυτές τις στιγμές, της άδολης
και αγνής καρδιάς και ο κόσμος μαζί τους θα φωνάξει
''λέφτεροι είμαστ΄εμείς και
λέφτερα θα ζούμε!"
και επαίρνανε εκείνο το κιτρινωπό, το ωραίο το χρώμα.
Κι’
εμοσχοβόλαγε ο αέρας από τη βρεγμένη γη
που ’ταν στρωμένη μ’ ένα πράσινο χαλί.
Κι’ ανεμίζανε κόκκινες παπαρούνες και μαργαρίτες ολόασπρες.
Χάρμα να ιδείς
ολούθε.
Και μάγεμα και πλανεύτρα η φύση. Κι ο νους να ξεγελιέται
και να γυρνά
ολόγυρα και τις ωραίες εικόνες της φύσης να τις
μετουσιώνει σε μια θεϊκή
παρουσία ως τα έγκατα,
τα βαθύτατα σημεία του είναι σου.
Κι’ εξύπνησε η ζωή με
τις αισθήσεις όλες, ίδιες πλανεύτρες κι’ ωραίες γυναίκες, ψυχή και κορμί να σου
πάρουν.
Κι’ εφάνηκε ο κόσμος αλλόκοτος ωραίος και ονειρικός.
Κι’ ονειρεύτηκα
πως ήμουν σ’ αυτό το ίδιο το μαγεμένο περιβόλι,
με κόσμο γύρω μαζεμένο, με
αυλούς και κλαρίνα και μουσικές πολλές
που τον αέρα δονούσαν και λες κι ο ήχος
τους έφτανε ως τα πέρατα μακριά
και ξάναφτε λαχτάρες και πόθους και όνειρα
τρελά..
Και σ’ αυτό το ίδιο, το ωραίο μέρος χορεύανε όλοι και χτυπάγανε τα
χέρια και
με τα πόδια επατούσαν γερά τη βρεγμένη τη γη..
Κι’ οι φωνές τους
εταράζαν την πονηρή τη νύχτα και τα χαχανητά τους ήταν ωραία και γλυκά γιατί
ήταν όλα αληθινά.
Κι’ ήτανε από άλλες φυλές διαφορετικές μεταξύ τους.
Κι’ ήτανε
όλοι γενναίοι στην ψυχή και στο σώμα.
Μα σπίτι δικό τους δεν είχανε ποτέ κι’
ούτε που το ελογαριάζανε αυτό.
Γης κι’ ουρανός ήταν δικά τους κι’ αυτό τους
έφτανε.
Κι’ επαίζανε τα λαούτα κι’ εχτυπάγανε τα ντέφια κι’ εχορεύανε και
πηδάγανε ολόγυρα στην αναμμένη θράκα και κοιτάζανε τ’ αστέρια με έκσταση κι’
εκαμάρωναν κι’ όλο τραγουδούσαν κι’ όλο εφώναζαν χτυπώντας τα δουλεμένα σκληρά
τους χέρια!
Ελεύθεροι είμαστ’ εμείς και λεύτερα θα ζούμε κι’ είμαστε γενιά
γεννημένη
από τη γη δυνατή που ξέρει καρπούς να δίνει και λεβέντες παιδιά να
γεννά.
Κι’ οργίαζε η φύση η πράσινη και η κίτρινη και η μωβ αγκαλιά με τις
κοπελιές τις πλανεύτρες που απ’ άλλη ήτανε φυλή κι’ ούτε που τους ένοιαζε
καθόλου πως στις φλέβες τους αίμα άλλωνε εκυλούσε.
Και να ‘σου τα νταούλια κι’
οι ζουρνάδες το χορό να κυβερνάνε.
Κι’ οι μεγάλες οι κυράδες τα κρασάκι να
κερνάνε κι’ οι καρδιές φλόγες να βγάζουν και οι παρδαλές οι φούστες στον αέρα
να πετάνε κι’ ηδονικά να σειέται το κορμί.
Κι’ όλο πάρε-δώσε κι’ ο χορός καλά
εκράτει και η φλόγα στην καρδιά τους εγινότανε μεγάλη.
Κι’ ώσπου να μπει το
φεγγάρι στ’ ουρανού το μεσουράνι όλοι εγίνανε ζευγάρι κι’ ούτε ο ένας, ούτ’ ο άλλος
εξεχώριζε καθόλου.
Κι’ η αγάπη ήταν τόση κι’ αυτοί την είχαν νοιώσει κι’ ας
ήτανε φερμένοι από άλλης γης τα μέρη ετερόκλητες παρέες που μαζί εγίναν ένα
χωρίς εμπόδιο κανένα.
Κι’ η φωτιά να φτάνει πάνω κι’ αυτοί όλο τριγύρα το χορό
καλά να σέρνουν δίχως ρυθμό και τυπικό μα κατά πως εχτύπαγε η καρδιά τους.
Κι’
η φύση πανηγύρι έστηνε τρελό και τα πουλιά σιγολαλούσαν, το ντέφι
συντροφεύοντας κι’ αυτά.
Και το κλαρίνο λάλαγε ηδονικά. τόσο που μέσ’ τα σωθικά
μου εμπήκε αυτός ο παραδείσιος ήχος και με εξύπνησε από ύπνο λες βαθύ, και τότε
είδα τους άντρες τους λεβέντες με τα ξυπόλυτα τα πόδια και το γεροδεμένο το
κορμί και τις γυναίκες με τα ξέπλεκα τα κατσαρά τους τα μαλλιά, ίδιες
Γενοβέφες. και με τις πλουμιστές, τις νταντελένιες φούστες που λάγνα εστριφογυρνούσαν
καθώς χορεύαν το κορμί.
Και τότε εκατάλαβα το βάθος της ψυχής αυτού του
αλλόφερνου κόσμου που ξέρει λέφτερος να ζει και λέφτερος χορεύοντας να φεύγει,
χωρίς παλάτια κι’ άλλα πλούτη περιττά και μόνη συντροφιά του να ‘χει την
κουρασμένη, μα αλώβητη καρδιά.
Κι’ ήσαν όλοι τους ωραίοι κι’ ούτε που μπόραες
να πεις πως αυτός είναι δικός μας κι’ ο άλλος αλλουνού. Και κοιτιόντουσαν στα
μάτια και καμαρώνανε μαζί τα ωραία τους τα νιάτα και την άδολη ψυχή κι’ ας ήταν
απ’ άλλη γη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου