"Η δύναμη του τώρα ή αλλιώς … εγώ την καρδιά μου ΠΙΑ δεν τη δανείζω με τόκο!"
Γράφει η Κλαίρη Θεοδώρου
"Η δύναμη του τώρα ή αλλιώς … εγώ την καρδιά μου ΠΙΑ δεν τη δανείζω με τόκο!"
Συνήθιζα για χρόνια να μετρώ πάντα στην ατζέντα μου πόσοι μήνες, πόσες εβδομάδες, πόσες μέρες υπολείπονται μέχρι το επόμενο διάλειμμα από την ασφυκτική καθημερινότητα που απομυζούσε τις στιγμές μου. Σχημάτιζα μια αυτοσχέδια αντίστροφη μέτρηση, αριθμούς γραμμένους καλλιγραφικά μέσα σε περίτεχνα κυκλάκια και η πρώτη μου δουλειά κάθε πρωί - πριν ακόμα πιω καφέ - ήταν να διαγράφω με μια κάθετη γραμμή τον εκάστοτε αριθμό και να χαμογελάω στον καθρέφτη γεμάτη ικανοποίηση που άλλη μια μέρα είχε έρθει, απλά και μόνο για να παρέλθει, προκειμένου να φτάσω πιο γρήγορα στην ημερομηνία - στόχο. Οι ώρες στη συνέχεια κυλούσαν λίγο πολύ με τον ίδιο τρόπο: δουλειά, άγχος, τρέξιμο, κούραση, πίεση και, όποτε η ανάγκη για διαφυγή γινόταν επιτακτική, το μυαλό μου πήγαινε κατευθείαν στον τελευταίο αριθμό, στο τελευταίο κυκλάκι - σχεδιασμένο με διαφορετικό χρώμα από τα υπόλοιπα για να ξεχωρίζει - και τότε χαμογελούσα και πάλι, αναλογιζόμενη όλα εκείνα που αυτό σηματοδοτούσε: ξεκούραση, χαλάρωση, όμορφες στιγμές με αγαπημένα πρόσωπα, ταξίδια του μυαλού και του σώματος.
Αργά ή γρήγορα η πολυπόθητη στιγμή που με τόση λαχτάρα περίμενα, έφτανε και τότε για πέντε, δέκα, δεκαπέντε μέρες, αν ήμουν τυχερή, η ζωή ξεκινούσε. Ακρογιαλιές, δειλινά, βόλτες χεράκι-χεράκι, ανάσες, καινούριες εικόνες. Η ευλογία που τόσο καιρό περίμενα, έφτανε επιτέλους με ανοιχτές αγκάλες κι εγώ βυθιζόμουν σε αυτήν. Ή μήπως όχι; Γιατί τώρα, από την πρώτη στιγμή κιόλας ξεκινούσε μια διαφορετική αντίστροφη μέτρηση, τόσο όμοια στην ουσία όμως με την προηγούμενη. Αυτήν τη φορά δεν σημείωνα αριθμούς στην ατζέντα μου, που για αυτές τις μέρες παρέμενε καταχωνιασμένη στην τσάντα μου στην Αθήνα. Η διαγραφή των ημερών, ωρών, λεπτών λάμβανε χώρα στο μυαλό μου κι εγώ απελπισμένη για άλλη μια φορά μετρούσα ακατάπαυστα: τις απελπιστικά λίγες στιγμές που απέμεναν, σπαταλώντας μάλιστα πολλές από αυτές βουτηγμένη στον τρόμο και στην απελπισία για αυτό που έμελε να έρθει: την καθημερινότητα που με περίμενε με το που θα επέστρεφα. Πολλές φορές μάλιστα τσάκωνα τον εαυτό μου να μην μπορεί να μιλήσει για τίποτα άλλο εκείνες τις μέρες της “χαράς” πέρα από το επόμενο “όνειρο” που έπρεπε να σχεδιάσω προκειμένου να έχω και πάλι κάτι να περιμένω, κάτι για το οποίο θα άξιζε να ανέχομαι μιαν άχρωμη και σκληρή καθημερινή ζωή. Ηλιοβασιλέματα, αρώματα, γεύσεις, αγγίγματα έχαναν την ουσία τους, με το μυαλό μου να τρέχει ήδη με ιλιγγιώδη ταχύτητα στα επόμενα ταξίδια, στις νέες εμπειρίες, στα καινούρια βιώματα που θα αντικαθιστούσαν τα υπάρχοντα με πολύ καλύτερο και πιο έντονο τρόπο.
Και τότε το σύμπαν μού έκανε ένα αναπάντεχο δώρο. Τα πάντα, τόσο στην καθημερινότητά μου όσο και σε αυτές τις λίγες ημέρες ανάπαυλας, σταμάτησαν, πάγωσαν, έμειναν στάσιμα. Και ξαφνικά οι ώρες απέκτησαν μια άλλη διάσταση, το κάθε λεπτό ξεχωριστά άρχισε να μετρά, το τώρα αποτελούσε πλέον τη μόνη επιλογή, καθότι όλα τα υπόλοιπα ήταν αβέβαια και ασαφή. Μπορεί να μη βρέθηκα οικειοθελώς σε μια τέτοια κατάσταση, μπορεί να επιθυμούσα όσο τίποτα την προκειμένη στιγμή να επιστρέψω και πάλι στην κανονικότητα που τόσο απεχθανόμουν, ξαφνικά όμως συνειδητοποίησα πως για πρώτη φορά ζούσα στο τώρα. Και πως αυτό το τώρα, η στιγμή δηλαδή είχε αξία. Η κάθε στιγμή.
Άρχισα να παρατηρώ τον κόσμο έξω από το παράθυρο, να ακούω τα πουλιά που κελαηδούσαν, να αντιλαμβάνομαι τα χρώματα και τα αρώματα της φύσης, να συνειδητοποιώ το πού βρισκόμουν και πώς ένιωθα την κάθε στιγμή. Και όταν ήρθε τελικά - ευτυχώς - η ώρα της επιστροφής και πάλι στην καθημερινότητά μου, δεν ξανασημείωσα ποτέ αριθμούς στην ατζέντα μου, δεν διέγραψα ούτε δευτερόλεπτο της ζωής μου. Γιατί το κάθε λεπτό ήταν ένα δώρο και τα πάντα αποτελούσαν πια κομμάτι της ύπαρξής μου, το έβλεπα πλέον καθαρά. Η ομίχλη είχε διαλυθεί κι εγώ με καθάριο βλέμμα έβλεπα πως η ομορφιά κρυβόταν στο κάθετι: στο αυθόρμητο χαμόγελο των άγνωστων περαστικών, στη μουσική στο ραδιόφωνο, στον φρεσκοκαβουρδισμένο καφέ, στην ανθισμένη, γεμάτη μπουμπούκια αμυγδαλιά. Συνέχισα να καταστρώνω βέβαια ταξίδια, τα οποία όμως τώρα δεν εξοστράκιζαν την καθημερινότητά μου και, όταν έφτανε η ώρα τους, ήμουν εκεί και τα βίωνα ψυχή και σώματι.
Άργησα να ξεκινήσω να ζω, άργησα να συλλάβω ότι ζει πραγματικά μονάχα αυτός που βιώνει και απολαμβάνει το παρόν του, δάνεισα την καρδιά μου πολλές φορές σε στιγμές που έμελλε να έρθουν και τις φανταζόμουν κάπως εξιδανικευμένες για να απογοητευτώ λίγο αργότερα ή σε στιγμές που είχαν παρέλθει και είχα καταλήξει να τις θυμάμαι πολύ πιο ωραιοποιημένες απ’ ότι ήταν στην πραγματικότητα. Και τη δάνειζα, όπως λέει και το τραγούδι, χωρίς τόκο, χωρίς αντίκρισμα, χωρίς χαρά. Και όταν πίσω την έπαιρνα στο κακό της το χάλι, συνήθιζα να λέω χαλάλι. Όχι, όμως πια. Γιατί, πια δεν χαλαλίζω στιγμή. Ζω τα όμορφα και τα άσχημα και μαθαίνω να υπάρχω μέσα σε αυτά.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΕΔΩ:
ΚΛΑΙΡΗ ΘΕΟΔΩΡΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου