ΠΕΡΣΕΦΩΝΗ
Γράφει η Άννα Σπανογιώργου
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ
Γι’ αυτό σε τράβηξε στο
σκοτάδι του. Ήταν το μόνο που είχε, το μοναδικό που μπορούσε να σου δώσει. Όλοι
το θεωρούν τρομακτικό, το αποφεύγουν. Για εκείνον ήταν ο κόσμος του όλος και
σου τον πρόσφερε.
Σε έκανε βασίλισσά
του.
Σου φόρεσε το πορφυρό
στέμμα, ενώ εσύ έκλαιγες για το φως που έχασες, ένα φώς το οποίο δεν ήταν ποτέ δικό σου. Εδώ και
αιώνες ο ήλιος στο δάνειζε.
Σε κάθισε
στον εβένινο θρόνο του.
Εσύ έμεινες με τα μάτια
δακρυσμένα να κοιτάς τις χοντρές ρίζες που ξεπηδούσαν από τους τοίχους και τη
σκοτεινή οροφή. Εστίασες στη ζοφερή θάλασσα των ψυχών που ξεχυνόταν μπροστά
σου. Λάθος σου. Έπρεπε να επικεντρωθείς στα δυο κατάμαυρα μάτια που δεν είχαν
φύγει από πάνω σου και είχαν μέσα τους ζωγραφισμένη την εκπλήρωση της μεγαλύτερης
επιθυμίας τους.
Σε
μοιράστηκε.
Κατάλαβε τη θλίψη σου. Συμμερίστηκε
τον πόθο σου για τον πάνω κόσμο. Κατανόησε την αγάπη της μητέρας σου. Δέχτηκε
να σε αποχωρίζεται, όσο και αν τον πονούσε εκείνο το κενό που ένιωθε από την
απουσία σου.
Είχε έρθει η ώρα του
αποχωρισμού. Εσύ περπατούσες στους διαδρόμους του Άδη, κρατώντας στο χέρι σου το κλειδί του προσωπικού
σου παραδείσου. Πόσο ειρωνικό! Ήταν αυτό που ανοίγει την πόρτα της αβύσσου.
«Θα σε περιμένω» σου είπε
και σε φίλησε απαλά στο μέτωπο.
«Είμαι σπόρος. Θα
βλαστήσω και τον ήλιο θα αντικρύσω.
Σαν μαραθώ και πάλι, θα
έρθω στη δική σου αγκάλη» είπες και έφυγες. Είχες, όμως, ένα πόνο στην ψυχή. Θα
έπρεπε να επιστρέψεις.
Και ύστερα ήρθε η
άνοιξη…
Έτρεξες μέσα σε λιβάδια
και άγγιξες τα δέντρα που πετούσαν βλαστούς απ’ τη χαρά τους που σε έβλεπαν και
πάλι. Η μητέρα σού χαμογελούσε ικανοποιημένη και σε πλησίασε με λαχτάρα. Η γη
πρασίνισε. Τα λουλούδια άνθισαν. Ο ήλιος έλαμψε δυνατά και σε χάιδεψε, αλλά σε
ενόχλησε η καυτή του ακτίνα. Τόσο φως! Σε τύφλωσε.
Κοιτούσες τα βουνά που
υψωνόταν αγέρωχα, τον αετό που πετούσε ψηλά και τα ποτάμια που κυλούσαν ήρεμα.
Αλλά σου έλειπε κάτι. Πάνω σου δεν είχες το βλέμμα του. Από το κεφάλι σου απουσίαζε
το στέμμα.
Ήσουν ελεύθερη. Είχες
αυτά που επιθυμούσες. Αγνοούσες όμως κάτι πολύ σημαντικό: οι επιθυμίες, όπως και οι άνθρωποι, αλλάζουν.
Ένιωσες να σου λείπει. Αισθάνθηκες το κενό.
Μοιράστηκες μαζί του την ίδια προσμονή της επιστροφής. Έσκυψες στο χώμα και το
χάιδεψες.
«Να με περιμένεις…»
είπες και ένα δάκρυ έπεσε στο έδαφος. Κύλισε μέσα στους κόκκους και σε λίγο
έφτασε στον κάτω κόσμο και προσγειώθηκε πάνω στην παλάμη του. Το χέρι του ήταν εκεί,
τεντωμένο προς εσένα. Σας χώριζαν ζωές και θάνατοι, όμως σε αποζητούσε.
«Πάντα» αποκρίθηκε και
ας μην το άκουσες ποτέ.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΕΔΩ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου