Μικελάντζελο Μερίζι ντα Καραβάτζο
Ο Μικελάντζελο Μερίζι ντα Καραβάτζο, γνωστός απλά ως Καραβάτζο, γεννήθηκε στο Μιλάνο το Σεπτέμβριο του 1571, όπως προκύπτει από αρχεία που ανακαλύφθηκαν πολύ πρόσφατα. Έχει εν μέρει επιβεβαιωθεί από τα δεδομένα των αρχείων σε σχέση με τις μετακινήσεις της οικογένειας του ζωγράφου. Στο χωριό Καραβάτζο, τόπο καταγωγής των Μερίζι, ο καλλιτέχνης έζησε μέρος της παιδικής του ηλικίας.
Η 16η Απριλίου του 1584 είναι η ημερομηνία του συμβολαίου βάσει του οποίου ο έφηβος Καραβάτζο πήγε ως μαθητευόμενος δίπλα σε έναν αναγνωρισμένο ζωγράφο, τον Σιμόνε Πετερτσάνο. Από την πρώτη αυτή περίοδο δεν είναι γνωστή, μέχρι στιγμής, η ύπαρξη κάποιου έργου. Γύρω στα 1592 ο καλλιτέχνης έφτασε στη Ρώμη, όπου αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες προσαρμογής στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Αυτή την περίοδο, σύμφωνα με μαρτυρία του Τζούλιο Μαντσίνι, τοποθετούνται οι πρώτοι πίνακές του που δεν φέρουν τίτλο. Έχοντας ενταχθεί στο εργαστήριο ενός μέτριου καλλιτέχνη, κάποιου Λορέντζο Σιτσιλιάνο, μεταπήδησε αργότερα, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των πρώτων βιογράφων του, στο εργαστήριο του Αντιβεντούτο Γκραμάτικα, διασήμου εκείνη την εποχή για τα πορτρέτα του- αντίγραφα πορτρέτων διασήμων ανδρών που τότε φυλάσσονταν στις ποιο σημαντικές συλλογές, όπως εκείνη του καρδινάλιου Φερντινάντο ντε Μεντίστι στη βίλα στο λόφο του Πίντσο.
Κατά το δεύτερο μισό του έτους 1593 ενδεχομένως ο Καραβάτζο συνάντησε ένα ζωγράφο ακόμα ποιο αναγνωρισμένο και σε σημαντικό εργαστήριο, τον Τζουζέπε Τσέζαρι, τον επονομαζόμενο και Καβααλιέρ ντ΄Αρπίνο. Στα έργα της δοκιμαστικής περιόδου στο εργαστήριο του Τσέζαρι, που τον έβαζε να ζωγραφίζει λουλούδια και φρούτα, ανήκουν ο λεγόμενος «Άρρωστος Βάκχος» και το «Αγόρι με καλάθι φρούτων», που προέρχονται από την συλλογή του Καβαλιέρ ντ΄Αρπίνο.
Εικάζεται ότι η συνεργασία του με τον Τσέζαρι τελειώνει πιθανόν με βίαιο τρόπο και τους πρώτους μήνες του 1595 ο Καραβάτζο φιλοξενήθηκε από τον μονσινιόρ Φαντίν Πετρινιάνι. Έχοντας φιλικούς δεσμούς με τον Πρόσπερο Όρσι, που μάλλον έκανε τις συστάσεις, στο σπίτι του εμπόρου Κονσταντίνο Σπάτα, ο Καραβάτζο δημιούργησε ορισμένες συνθέσεις που έμελλε να γνωρίσουν μεγάλη επιτυχία όπως «Οι Χαρτοκλέφτες» και «Η χειρομάντισσα», όπου τράβηξαν την προσοχή του καρδινάλιου Φραντσέσκο ντελ Μόντε, στο σπίτι του οποίου πήγε να ζήσει από το φθινόπωρο του 1595. Επρόκειτο για το πρώτο άτομο που τον εισήγαγε σε ένα χώρο σπουδαίων συλλεκτών, κάτι που έπαιξε σημαντικό ρόλο στις αναθέσεις μεγάλων έργων που δέχτηκε στο τέλος του αιώνα. Για τον Ντελ Μόντε έκανε μερικά αριστουργήματα, μεταξύ των οποίων μια δεύτερη εκδοχή της «Χειρομάντισσας», τους «Μουσικούς», και την «Αγία Αικατερίνη» που χρονολογούνται γύρω στο 1598-99. Την ίδια εποχή φιλοτέχνησε για τον Βιντσέντσο Τζουστινιάνι το έργο «Αγόρι με το Λαούτο» και για έναν Γενοβέζο τραπεζίτη, τον Οράτσιο Κόστα, το «Ιουδήθ και Ολιφέρνης». Το «Αγόρι με το Λαούτο» επιβεβαιώνει όχι μόνο την ικανότητα του Καραβάτζο στη ζωγραφική εκ του φυσικού, αλλά και την δεξιοτεχνία του ως προσωπογράφου, κάτι που είναι πιο δύσκολο να αποδειχθεί με βάση τα σωζόμενα έργα από την περίοδο της Ρώμης.
Στις 23 Νοεμβρίου του 1599 υπέγραψε συμβόλαιο για τη διακόσμηση του παρεκκλησιού Κονταρέλι στο ναό Σαν Λουίτζι ντε Φραντσέζι. «Η κλήση του Αγίου Ματθαίου» και «Το μαρτύριο του Αγίου Ματθαίου» που φιλοτέχνησε για το παρεκκλήσι, ήταν καθοριστικής σημασίας για το επόμενο συμβόλαιο που υπέγραψε ο Καραβάτζο το Σεπτέμβριου του 1600 για να ζωγραφίσει τους δύο πλευρικούς τοίχους του παρεκκλησιού του Τιμπέριο Τσεράζι στη Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο.
Στα χρόνια μεταξύ 1601 έως 1605 παρουσιάζονται διαρκώς νέα αλτάρια που μερικές φορές απορρίφθηκαν από τους παραγγελιοδότες ή έγιναν αντικείμενο σχολίων σκανδαλισμένων από την ελλιπή ευπρέπεια των εικόνων. «Ο Άγιος Ματθαίος και οι Άγγελοι» που φιλοτεχνήθηκε για να κοσμεί την Αγία Τράπεζα του παρεκκλησιού Κονταρέλι στο ναό Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέλι, η «Παναγία με το φίδι» για την Αγία Τράπεζατων Παλαφρενιέρι στον Άγιο Πέτρο, η « Παναγία των προσκυνητών» στο ναό του Αγίου Αυγουστίνου της Ρώμης, η « Κοίμηση της θεοτόκου» για το παρεκκλήσι του. Το τελευταίο διάστημα της παραμονής του στη Ρώμη, σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, φιλοτέχνησε την «Παναγία του Ροζαρίου».
Στα χρόνια μεταξύ 1601 έως 1605 παρουσιάζονται διαρκώς νέα αλτάρια που μερικές φορές απορρίφθηκαν από τους παραγγελιοδότες ή έγιναν αντικείμενο σχολίων σκανδαλισμένων από την ελλιπή ευπρέπεια των εικόνων. «Ο Άγιος Ματθαίος και οι Άγγελοι» που φιλοτεχνήθηκε για να κοσμεί την Αγία Τράπεζα του παρεκκλησιού Κονταρέλι στο ναό Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέλι, η «Παναγία με το φίδι» για την Αγία Τράπεζατων Παλαφρενιέρι στον Άγιο Πέτρο, η « Παναγία των προσκυνητών» στο ναό του Αγίου Αυγουστίνου της Ρώμης, η « Κοίμηση της θεοτόκου» για το παρεκκλήσι του. Το τελευταίο διάστημα της παραμονής του στη Ρώμη, σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, φιλοτέχνησε την «Παναγία του Ροζαρίου».
Τα χρόνια 1606 έως 1607 ήταν τα χρόνια της αναγνώρισης και της επιτυχίας που όμως διακόπηκαν αιφνίδια από το βίαιο επεισόδιο που καθόρισε το υπόλοιπο της περιπέτειας του βίου του καλλιτέχνη. Εξαιτίας της δολοφονίας ενός παλιού αντιπάλου του, του Ραςούτσο Τομασόνι, σε έναν καβγά, ο Καραβάτζο καταδικάστηκε σε θάνατο και υποχρεώθηκε να το σκάσει από τη Ρώμη και να βρει καταφύγιο στο νότο. Φτάνοντας στη Νάπολη, φιλοτέχνησε μερικά από τα πιο σπουδαία έργα του: «Παναγία του ελέους», τη «Μαστίγωση του Χριστού». Για άλλη μια φορά κυνηγημένος, στα τέλη του 1607 αποβιβάστηκε στη Μάλτα, υπό την προστασία του Μεγάλου Μαγίστρου του Τάγματος των Ιπποτών, Αλόφ ντε Βινιακούρ. Πριν αναγκαστεί να εγκαταλείψει το νησί, πάλι εξαιτίας βίαιων επεισοδίων, ολοκλήρωσε ορισμένα έργα, στα οποία διακρίνεται η απλοποίηση της δομής της σύνθεσης για χάρη της σιωπηλής δραματικής συμπύκνωσης, όπως στο «Αποκεφαλισμός του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή».

Έπειτα από ένα τελευταίο πέρασμα από την Νάπολη και έχοντας λάβει χάρη από τον πάπα, πέθανε από πυρετό στην ακτή του Πόρτ Έρκολε το έτος 1610, σε μια στάση του ταξιδιού του που πιθανώς επρόκειτο να τον οδηγήσει ξανά στην Ρώμη.
«Χρωστάει πολλά η εποχή μας στον Μικελάντζελο από τον Καραβάτζο,
για την εισαγωγή ενός νέου τρόπου χρήσης των χρωμάτων,
ο οποίος ακολουθείται πλέον ευρύτατα».
Τζούλιο Μαντσίνι, Σκέψεις περί ζωγραφικής
για την εισαγωγή ενός νέου τρόπου χρήσης των χρωμάτων,
ο οποίος ακολουθείται πλέον ευρύτατα».
Τζούλιο Μαντσίνι, Σκέψεις περί ζωγραφικής
“Η συλλογή του Μουσείου Μποργκέζε περιλαμβάνει μερικούς από τους διασημότερους πίνακες του Καραβάτζιο: το Αγόρι με καλάθι φρούτων, τον Άρρωστο Βάκχο, την (ασύλληπτη) Παναγία με το φίδι, το Δαβίδ με το κεφάλι του Γολιάθ, και, φυσικά, τον αγαπημένο μου πίνακα όλων, τον Άγιο Ιερώνυμο στο σπουδαστήριο του.
Οι πέντε πίνακες του Καραβάτζιο βρίσκονται αντικριστά στην ίδια αίθουσα. Μέχρι να φτάσω εκεί είχα δει κάποια από τα πιο φημισμένα γλυπτά του Μπερνίνι. Στάθηκα στην είσοδο της αίθουσας και κοίταξα γύρω μου: Πόσο σκοτάδι, πόση ομορφιά μαζεμένη!
Οι πέντε πίνακες του Καραβάτζιο βρίσκονται αντικριστά στην ίδια αίθουσα. Μέχρι να φτάσω εκεί είχα δει κάποια από τα πιο φημισμένα γλυπτά του Μπερνίνι. Στάθηκα στην είσοδο της αίθουσας και κοίταξα γύρω μου: Πόσο σκοτάδι, πόση ομορφιά μαζεμένη!
Δεν είναι μόνο η τέχνη του chiaroscuro που με τόση επιμέλεια τελειοποίησε ο Καραβάτζιο. Δεν είναι η σκιά και το φως, δεν είναι το βαθύ κόκκινο χρώμα που επιδεικτικά χρησιμοποιεί στα περισσότερα έργα του. Δεν είναι ο ρεαλισμός, τα βρώμικα πόδια, οι ρυτίδες, οι εκφράσεις που διαλέγει για να στολίσει τις μορφές του. Δεν είναι τα θέματα, τα ηδυπαθή αγόρια, οι θρησκευτικές σκηνές, οι νεκρές φύσεις. Είναι το πάθος του πινέλου. Η αυτοπεποίθηση των γραμμών. Το βάθος. Είναι το πάθος.

Κοιτούσα μία την Παναγία με το φίδι και μία τον Άγιο Ιερώνυμο στο σπουδαστήριο του και σκεφτόμουν, αυτό είναι η τέχνη τελικά, αυτό το συναίσθημα, η πληρότητα, το δέος, ο θαυμασμός, η συγκίνηση. Αποφάσισα ότι ποτέ ξανά δεν έχω νοιώσει έτσι για πίνακα, όπως ένοιωσα για τον Άγιο Ιερώνυμο.”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου