
Νικητήριο κείμενο της εβδομάδας 16/10-2/10 ήταν το παρακάτω, το οποίο έγραψε και επιμελήθηκε η φίλη της ομάδας μας Ευφροσύνη Γατή.
Την ευχαριστουμε πολύ που μοιράστηκε μαζί μας το υπέροχο αυτό κείμενο...
Τέσσερις μέρες είχαν μείνει μέχρι τον γάμο και οι δυο τους συναντήθηκαν στα κρυφά αμέσως μετά την δουλειά του Αντώνη. Είχαν πάει σε ένα απόμερο μέρος όπου δεν υπήρχε καθόλου φως. Σ’ εκείνο το στενό δρομάκι το μόνο που υπήρχε ήταν ένας μακρύς και ψηλός μαντρότοιχος και μια γέρικη ελιά με χοντρό κορμό. Πάνω σε εκείνη την ελιά είχαν ακουμπήσει αγκαλιασμένοι σφιχτά. Δεν μιλούσαν καθόλου. Ήταν τρελά ερωτευμένοι και όλο αυτό το συναίσθημα τους
έκανε να πονούν, αλλά και τους συγκλόνιζε συνάμα, αφού αυτές οι τελευταίες ημέρες κυλούσαν πολύ αργά. Ανασήκωσε το ανάστημά της και τον κοίταξε μέσα στα μάτια. Παρόλο που είχε σκοτάδι, το φως του φεγγαριού έκανε την δουλειά του και έτσι μπορούσαν να δει ο ένας τον άλλον καθαρά. ‘Έβγαλα τα εισιτήρια’, του είπε χαρούμενη. Του έπιασε και με τα δυο της χέρια το πρόσωπο και του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Τον ξανακοίταξε. Πόσο τον αγαπούσε! Πόσο τον ήθελε! Παρατήρησε τα όμορφα μελιά του μάτια, την λίγο γαμψή του μύτη και τα μεγάλα σαρκώδη χείλη του. Τον αγκάλιασε πάλι με δύναμη και ξαφνιάστηκε μόλις αισθάνθηκε κάτω από την λεπτεπίλεπτη κορμοστασιά του την αντρίκια του ορμή. Έβαλε το πρόσωπό της πάνω στο μπλε πουκάμισό του και έκλεισε τα μάτια της. Εκείνος, της χάιδεψε τα κατάμαυρα μαλλιά της. Απόψε, ένιωθε ακόμη πιο ερωτευμένος από ποτέ, όμως το σκοτάδι έκανε και λίγο την δουλειά του και έκρυβε από την Ζωή την θλίψη και την στεναχώρια που διακρίνονταν στα μάτια του. Στο νου του ανέτρεξε το χθεσινό περιστατικό με την μητέρα του και την υπόσχεση που αναγκάστηκε να της δώσει.
‘Όχι βέβαια’, του είπε φωνάζοντας. Ταξίδι του μέλιτος δεν θα πάτε ο κόσμος να χαλάσει’, συνέχισε σχεδόν τσιρίζοντας.
‘Μα καλέ μαμά’, έκανε ο Αντώνης χωρίς όμως να προλάβει να τελειώσει την πρότασή του.
‘Καλά για ταξίδια είστε τώρα; Κάτσε να γίνει ο γάμος πρώτα, να πάρετε τα έπιπλά σας, που θέλει καινούρια η Ζωή, και βλέπετε μετά. Εξάλλου όλο το καλοκαίρι το έχετε μπροστά σας. Και εμένα δεν με σκέφτεσαι καθόλου;’ τον ρώτησε. ‘Πού θα με αφήσεις μόνη μου εδώ;’ ‘Αφού καλέ μαμά τρεις μερούλες θα πάμε μονάχα και εσύ είπες ότι θα πας στην θεία Χαρίκλεια στην Αίγινα; Δεν θα είσαι μόνη σου..’ της απάντησε ο Αντώνης, αλλά άδικα περίμενε να πάρει λογική απάντηση από την μητέρα του. Εκείνη, έσκυψε το κεφάλι της και άρχισε να κλαίει τόσο σπαραχτικά που ο Αντώνης δεν άντεξε και την πλησίασε. Μόλις ακούμπησε τον έναν ώμο της με το χέρι του, εκείνη συνέχισε να κλαίει ακόμη πιο γοερά. ‘Να πας παιδί μου’ του είπε. ‘Να πάρεις την γυναίκα σου και να πάτε. Την μάνα σου να την παρατήσεις μόνη της. Τώρα που θα παντρευτείς, πάει θα σε χάσω αγόρι μου’, έκλαιγε και παραμιλούσε μέσα από τα αναφιλητά της. ‘Τι είναι αυτά που λες;’ Την ρώτησε αλλά απάντηση δεν πήρε καμία. Έβλεπε το κουρασμένο της κορμί, ένα κουβάρι πάνω στην καρέκλα να τραντάζεται από τα αναφιλητά. Του ράγισε η ψυχή. ‘Εντάξει, δεν θα πάμε πουθενά’, της είπε. ‘Μου το υπόσχεσαι;’ Τον ρώτησε η μάνα του σηκώνοντας απότομα το κεφάλι της και σκουπίζοντας τα δάκρυά της. ‘Ναι μάνα, σου το υπόσχομαι.’, της είπε και ο Αντώνης γεμάτος ενοχές για την μητέρα του που την στεναχώρησε και θλίψη που δεν θα πήγαινε αυτό το ταξίδι που τόσο ήθελε με την αγαπημένη του
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου